Ξεκίνησε σήμερα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πατρών η δίκη για την υπόθεση εκβιασμών σε βάρος του αντιπεριφερειάρχη Ηλείας, Νίκου Κοροβέση.
Η αίθουσα του δικαστηρίου μπορεί να μοιάζει με σκηνή. Οι ρόλοι καθορισμένοι, οι ερωτήσεις αυστηρές, οι λέξεις μετρημένες. Όμως πίσω από την επισημότητα και τη νηφαλιότητα της διαδικασίας, κρύβεται κάτι πολύ πιο ανθρώπινο και βαθύ: η ψυχολογική δοκιμασία ενός ανθρώπου που αναγκάζεται να ξαναζήσει το σκοτάδι που νόμιζε πως είχε αφήσει πίσω του.
Ο Νίκος Κοροβέσης, καθισμένος απέναντι στην Έδρα και στους κατηγορούμενους, δεν ήταν απλώς ένας μάρτυρας. Ήταν ένας άνθρωπος που βρέθηκε να ξαναπερνά, βήμα προς βήμα, από τον ίδιο εφιάλτη. Η φωνή του, οι παύσεις ανάμεσα στις φράσεις, το βλέμμα που κάποιες στιγμές πάγωνε, μαρτυρούσαν την ένταση ενός εσωτερικού αγώνα. Γιατί η ανάκληση της μνήμης, όταν έχει σημαδευτεί από φόβο, δεν είναι ποτέ ουδέτερη – κάθε λέξη ανοίγει ένα παλιό τραύμα, κάθε περιγραφή ξυπνά συναισθήματα που νομίζαμε πως είχαν καταλαγιάσει.
Καταθέτοντας επί πέντε ώρες, κλήθηκε να απαντήσει ξανά και ξανά στις ίδιες ερωτήσεις, να δει τα ίδια πρόσωπα, να ακούσει υπαινιγμούς που αγγίζουν τη δική του αξιοπρέπεια. Κάθε ερώτηση λειτουργεί σαν καθρέφτης που αναγκάζει τον μάρτυρα να δει τον εαυτό του όπως ήταν τότε: ευάλωτος, φοβισμένος, εγκλωβισμένος μέσα σε μια αίσθηση αδικίας.
Και όμως, την ίδια στιγμή, μέσα του ξυπνά και η δύναμη —η ανάγκη να αποκαταστήσει το δίκαιο, να επανακτήσει τον έλεγχο της ιστορίας του. Ο ψυχολογικός αντίκτυπος μιας τέτοιας εμπειρίας δεν φαίνεται πάντα στους τίτλους ή στα πρακτικά της δίκης. Είναι κάτι πιο λεπτό, σχεδόν αόρατο. Είναι το βάρος που νιώθει κανείς όταν πρέπει να σταθεί απέναντι σε εκείνους που κάποτε τον τρόμαξαν – να τους κοιτάξει στα μάτια και να μιλήσει για όσα έζησε, χωρίς να αφήσει τον φόβο να διαβρώσει ξανά τη φωνή του. Είναι ο κόμπος στο στομάχι κάθε φορά που η Έδρα ζητά «περισσότερες λεπτομέρειες». Είναι η εξάντληση που δεν προέρχεται μόνο από την κόπωση, αλλά από την επαναφορά του τραύματος.
Σε τέτοιες στιγμές, το δικαστήριο μετατρέπεται σε ψυχολογικό πεδίο μάχης. Από τη μία, η λογική, η πειθαρχία, η τυπικότητα της διαδικασίας. Από την άλλη, η ανθρώπινη μνήμη, εύθραυστη και επίμονη, που αντιστέκεται στη λήθη.
Ο Κοροβέσης έπρεπε να σταθεί ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο δυνάμεις — να επιβάλει την ψυχραιμία πάνω στο συναίσθημα, να δώσει μορφή με λέξεις σε όσα άλλοτε προκαλούσαν μόνο σιωπή και φόβο. Το γεγονός ότι έμεινε στο βήμα του μάρτυρα για ώρες ολόκληρες, χωρίς να λυγίσει, είναι από μόνο του μια πράξη αντοχής. Όχι μόνο απέναντι στους κατηγορούμενους, αλλά απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί όταν η δικαιοσύνη ζητά από κάποιον να ξαναζήσει τον τρόμο για να αποδείξει την αλήθεια του, του ζητά να ξαναγυρίσει εκεί όπου πονούσε — και να σταθεί όρθιος. Κάθε τέτοια δίκη, πέρα από το νομικό της περιεχόμενο, είναι και μια ψυχική πορεία επανόρθωσης.
Ο Νίκος Κοροβέσης, επαναλαμβάνοντας τα γεγονότα, δεν τα υπερασπίζεται όπως τα έζησε – υπερασπίζεται την αλήθεια του, την αξιοπρέπειά του και το δικαίωμά του να μην φοβάται πια. Και ίσως, στο τέλος αυτής της μακράς διαδικασίας, η δικαίωση να μη μετρηθεί μόνο με νομικούς όρους — αλλά και με τη σιωπηλή λύτρωση ενός ανθρώπου που ξαναβρήκε τη φωνή του.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Δευτέρα 10 Νοεμβρίου.





