Το καλοκαίρι του 2007, η Ηλεία βρέθηκε στο επίκεντρο μιας από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές της σύγχρονης Ελλάδας. Οι πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους προκάλεσαν ανυπολόγιστη καταστροφή σε φυσικό περιβάλλον, κατοικημένες περιοχές και την αγροτική οικονομία του νομού, αφήνοντας βαθιά σημάδια στην τοπική κοινωνία.
Οι πυροσβέστες και οι εθελοντές μάχονταν με τις φλόγες, κουρασμένοι αλλά αποφασισμένοι, ξέροντας ότι πίσω από κάθε δέντρο που καίγεται υπάρχει μια οικογένεια, μια ζωή που κινδυνεύει. Ο ιδρώτας τους αναμειγνυόταν με τη στάχτη, και τα μάτια τους έβλεπαν το αδύνατο να γίνεται πραγματικότητα.
Η Έκταση της Καταστροφής
Οι φωτιές ξεκίνησαν υπό συνθήκες έντονης ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών, σε συνδυασμό με ισχυρούς ανέμους, που δυσχέραιναν τον έλεγχο τους. Σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές, οι πυρκαγιές κάλυψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους και καλλιεργήσιμης γης, κατέστρεψαν δεκάδες σπίτια και υποδομές και ανάγκασαν εκατοντάδες κατοίκους να εγκαταλείψουν προσωρινά τα χωριά τους. Το φυσικό περιβάλλον υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές. Δάση με πεύκα, δρυς και καστανιές έγιναν στάχτη, ενώ ορισμένα οικοσυστήματα απειλήθηκαν σοβαρά.
Η απώλεια της βιοποικιλότητας ήταν σημαντική, και η διαδικασία αποκατάστασης του περιβάλλοντος εκτιμάται ότι θα διαρκέσει δεκαετίες. Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την καταστροφή, φάνηκε η ανθρωπιά. Οι κάτοικοι βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, μοιράζονταν νερό, τρόφιμα και κουράγιο. Οι φλόγες μπορεί να κατέστρεφαν το χώμα, αλλά δεν μπορούσαν να κάψουν την αλληλεγγύη και την ελπίδα που ανθούσαν στις καρδιές των ανθρώπων.
Ανθρώπινο και Οικονομικό Κόστος
Η ανθρώπινη πλευρά της καταστροφής ήταν εξίσου τραγική. Παρά τις τεράστιες προσπάθειες πυροσβεστών και εθελοντών, υπήρξαν θύματα, ενώ πολλοί κάτοικοι είδαν περιουσίες και επιβίωση να χάνονται μέσα σε λίγες ώρες. Η αγροτική παραγωγή, κυρίως ελαιώνες, αμπέλια και καλλιέργειες κηπευτικών, υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα, πλήττοντας την οικονομική βάση των τοπικών κοινοτήτων.
Αντιδράσεις και Διαχείριση της Κρίσης
Η διαχείριση των πυρκαγιών προκάλεσε έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Οι πυροσβεστικές δυνάμεις, αν και υπεράνθρωπες στις προσπάθειές τους, αντιμετώπισαν προβλήματα εξοπλισμού, προσωπικού και οργάνωσης. Η Πολιτεία, με τη συνδρομή του στρατού και εθελοντικών ομάδων, κινητοποιήθηκε για την αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ παράλληλα ξεκίνησε έρευνα για τα αίτια των πυρκαγιών, καθώς υπήρξαν υποψίες για εμπρησμούς. Η κοινωνία της Ηλείας, ωστόσο, επέδειξε αξιοθαύμαστη αλληλεγγύη. Τοπικοί φορείς, σύλλογοι και απλοί πολίτες συνέβαλαν στη διάσωση των κατοίκων, στην προστασία των ζώων και στην προσπάθεια αποκατάστασης των καμένων περιοχών.
Μαθήματα και Κληρονομιά
Οι φωτιές της Ηλείας το 2007 υπενθύμισαν τη σημασία της πρόληψης και της σωστής διαχείρισης των δασικών περιοχών. Έδειξαν επίσης την ευαισθησία της ελληνικής υπαίθρου στις κλιματικές αλλαγές και την ανάγκη ενίσχυσης των πυροσβεστικών υποδομών και των μηχανισμών πολιτικής προστασίας. Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, οι πληγές από εκείνο το καλοκαίρι εξακολουθούν να είναι εμφανείς, αλλά η περιοχή έχει ξεκινήσει μια αργή διαδικασία αναγέννησης. Τα δάση αναζωογονούνται, η αγροτική παραγωγή επανέρχεται σταδιακά, και η μνήμη των θυμάτων παραμένει ζωντανή στην τοπική κοινότητα, υπενθυμίζοντας την ευθραυστότητα της φύσης αλλά και τη δύναμη της ανθρώπινης αλληλεγγύης.
Το χρονικό της τραγωδίας
Το χρονικό εκείνης της ημέρας παρουσίασε σε ρεπορτάζ στις 26 Αυγούστου του 2007 η εφημερίδα «Καθημερινή»:
12.30. Ο αντιδήμαρχος Ζαχάρως Σπύρος Μπηλιώνης βρίσκεται στο Δημαρχείο του. Βλέπει καπνό να έρχεται από τη χαράδρα έξω από τη Ζαχάρω.
12.45. Τηλεφωνεί στο Πυροσβεστικό Σώμα Κρεστένων. Τον καθησυχάζουν κάπως. «Η φωτιά είναι στον Ταΰγετο». Αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να βλέπει τη φωτιά από τόσο μεγάλη απόσταση.
13.30. Ο αντιδήμαρχος ξανατηλεφωνεί στην Πυροσβεστική Κρεστένων. «Η φωτιά είναι στον Ταΰγετο, αντιδήμαρχε…».
13.45. Στο τρίτο τηλεφώνημά του στο Πυροσβεστικό Σώμα, «η φωτιά εντοπίζεται στην Καρύταινα».
14.00. Ο αντιδήμαρχος τηλεφωνεί στον Δήμαρχο Ζαχάρως Πανταζή Χρονόπουλο. «Βλέπω καπνό, πάμε να δούμε γιατί ανησυχώ, θα καούμε όλοι». Τηλεφωνεί στο Παλαιοχώρι. «Η φωτιά είναι εδώ!» κραυγάζει τώρα μια φωνή.
14.05. Ο Σπύρος Μπηλιώνης επιβιβάζεται στο τζιπ του Δημαρχείου και ξεκινάει με κατεύθυνση για Μάκιστο. Ειδοποιεί τον αδερφό του. Ξεκινά κι αυτός προς Μάκιστο, προλαβαίνει και ενημερώνει τον πρόεδρο Χρυσοχωρίου.
14.15. Το τζιπ κατευθύνεται προς Αρτέμιδα. Ο καπνός πυκνώνει. Δεκάδες αυτοκίνητα από την Αρτέμιδα και τη Μάκιστο βρίσκονται στην κάθοδο προς Ζαχάρω.
14.20. Το Πυροσβεστικό Σώμα Πύργου λαμβάνει τηλεφώνημα από το Παλαιοχώρι για φωτιά σε εξέλιξη. Τρία Πυροσβεστικά αναχωρούν για το Παλαιοχώρι.
14.30. Η φωτιά φτάνει στη Μάκιστο, χωριό τριακοσίων ανθρώπων. Ο πρόεδρος, Νίκος Πόθος, ακούει φωνές που λένε «φωτιά απέναντι στο Παλαιοχώρι».
14.35. Ο Γιώργος Παρασκευόπουλος γευματίζει με την οικογένειά του, τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά τους στο σπίτι της μητέρας του στην Αρτέμιδα. Το σπίτι του είναι κοντά στην είσοδο του χωριού. Εχουν έρθει για το Σαββατοκύριακο. Μαζί τους είναι και ο αλβανικής καταγωγής εργάτης, Σπύρος Κιόσια. Βλέπουν καπνό.
14.40. Τρία Πυροσβεστικά Οχήματα αναχωρούν από τα Κρέστενα για την περιοχή που φλέγεται. Τα δύο, σπεύδουν προς Αρτέμιδα και Παλαιοχώρι και το τρίτο παραμένει στον δρόμο ανάμεσα στη Σμέρνα και την Αρτέμιδα μήπως σβήσει τη φωτιά που πλησιάζει με μανία από τις πλαγιές.
14.45. Ο Σπύρος Κιόσια στην Αρτέμιδα βλέπει τα πρώτα πυροσβεστικά αεροπλάνα στον αέρα. Η Εκκλησία του χωριού τυλιγμένη στις φλόγες.
15.00. Ο Γιώργος Παρασκευόπουλος λέει στη σύζυγό του Αθανασία να πάρει τα παιδιά και τη μητέρα του και να φύγουν για τη Ζαχάρω. Ζητάει από τον Σπύρο να τους ακολουθήσει με το μηχανάκι μέχρι τη Ζαχάρω για να βεβαιωθεί ότι είναι καλά. Ο ίδιος μένει πίσω για να προστατεύσει το σπίτι του.
15.05. Πυροσβεστικό όχημα παλεύει να σβήσει τη φωτιά στη Μάκιστο. Οι κάτοικοι είναι συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Καίγονται σπίτια. Περιπολικό ειδοποιεί τους κατοίκους να εκκενώσουν το χωριό. Ο πρόεδρος Νίκος Πόθος τρέχει να σωθεί. Πορεύεται προς τη Ζαχάρω. Στο δρόμο τον προλαβαίνει η φωτιά. Δίπλα του καίγονται δυο συγχωριανοί του με τα ζώα τους. Συνεχίζει να τρέχει.
15.10. Το αυτοκίνητο της Αθανασίας Παρασκευοπούλου φθάνει είκοσι μέτρα από το σημείο που βρίσκεται το πυροσβεστικό. Αδιέξοδο. Ο δρόμος κλειστός. Ούτε προς τα πάνω υπάρχει διαφυγή. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν. Επικρατεί χάος.
15.20-15.30. Καυτός αέρας χτυπάει με ορμή τα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Ο Σπύρος Κιόσια αφήνει το μηχανάκι και πεζός κατευθύνεται προς τους πυροσβέστες. Είναι άσπροι σαν το πανί και παγωμένοι. Βουτάει τη γιαγιά με τα παιδιά και τους λέει να τρέξουν προς την πλαγιά. Η φωτιά έρχεται από παντού. Ακούγονται δυνατές εκρήξεις. Τα παιδιά ουρλιάζουν. Η φωτιά έρχεται από όλες τις κατευθύνσεις. Ο αντιδήμαρχος Αντώνης Κρέσπης τρέχει να σωθεί με πορεία προς τα χωράφια. Στον λόφο συναντάει τον Σπύρο Κιόσια. Είναι μαζί τους και ένας τρίτος άνδρας. Σκάβουν με τα χέρια τους το χώμα. Ο Σπύρος πετάει το κινητό του τηλέφωνο για να μην «ανατιναχτεί». Ο αντιδήμαρχος κρατάει το κινητό του στην τσέπη του. Ο τρίτος άνδρας καίγεται δίπλα τους. Σκεπάζουν τα πρόσωπά τους με χώμα. Η λάβα περνάει από πάνω τους. Δευτερόλεπτα. Περνάει από πάνω τους και ίσα που τους χαϊδεύει. Ολα καίγονται γύρω. 14 άνθρωποι απανθρακώνονται.
15.30. Το αυτοκίνητο του δημάρχου ανάμεσα στην Αρτέμιδα και τη Μάκιστο συναντάει τον πρόεδρο της Μακίστου Νίκο Πόθο. Εχει εμφανή εγκαύματα. Επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο και κάνουν αναστροφή προς Αρτέμιδα. Εκεί βρίσκουν και άλλους καμένους. Μαζεύονται στην εκκλησία. Ο δήμαρχος δίνει λάδι σε όλους και αλείφονται στο σώμα τους. Καταβρέχουν με νερό και το προαύλιο. Προσεύχονται και περιμένουν.
16.00. Ο κοινοτάρχης Αρτέμιδας λαμβάνει τηλεφώνημα από τον αδερφό του Θανάση Κόσσυφα, πρώην αστυνομικό. Eίναι στο χωράφι με τις ελιές. Του λέει ότι καίγεται και τον αποχαιρετάει. Το πτώμα του θα μαζέψει ο ίδιος λίγο μετά.
16.30. Φθάνει στην Αρτέμιδα ο διοικητής του Πυροσβεστικού Σώματος Πύργου μαζί και ο δασάρχης. Φεύγουν όλοι για Ζαχάρω μέσα από τα χωράφια.
17.00. Φορτωτής περνάει και ανοίγει τον δρόμο. Ρίχνει το πυροσβεστικό όχημα στο πλάι του δρόμου.
18.30. Ο Σπύρος Κιόσια και ο αντιδήμαρχος Αντώνης Κρέσπης είναι ακόμη ξαπλωμένοι στο χώμα. Είναι καμένοι αλλά ζωντανοί. Ο αντιδήμαρχος τηλεφωνεί στην κόρη του. Ο Σπύρος νυστάζει αλλά δεν κοιμάται. Σηκώνονται. Περπατούν. Τους παίρνει το ΕΚΑΒ.
18.40-22.00. Τηλεοπτικό συνεργείο φθάνει στο σημείο της τραγωδίας. Παντού πτώματα. Τραβάει τα πρώτα πλάνα. Αυτοκίνητα ανεβοκατεβαίνουν τον δρόμο για την Αρτέμιδα. Συγγενείς ψάχνουν για τους δικούς τους. Τα πτώματα δεν έχουν μετακινηθεί. 22.00. Φθάνει περιπολικό στο σημείο της τραγωδίας, επικοινωνεί με το τμήμα στη Ζαχάρω. Ζητάει κλιμάκιο για να μαζέψει τα πτώματα.
00.30. Κλιμάκιο της αστυνομίας φθάνει στο σημείο της τραγωδίας μαζί με έξι ασθενοφόρα. Ανθρωποι με φακούς μετρούν τους νεκρούς και μαζεύουν τα πτώματα. Είναι μαύρη νύχτα.