– Μειωμένη παραγωγή πρόβειου γάλακτος, πτώση τιμών παραγωγού και πάνω από 300.000 ζώα χαμένα λόγω ευλογιάς και φυσικών καταστροφών
Η ελληνική αιγοπροβατοτροφία διανύει μια περίοδο έντονων πιέσεων, καθώς η πτώση της παραγωγής πρόβειου γάλακτος, η μείωση των τιμών παραγωγού και η εξάπλωση ζωονόσων συνθέτουν ένα δύσκολο περιβάλλον για χιλιάδες παραγωγικές μονάδες. Τα πρόσφατα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ καταγράφουν με σαφήνεια τη δυναμική αυτής της εξέλιξης: η παραγωγή πρόβειου γάλακτος τον Μάιο του 2025 διαμορφώθηκε στους 93.340 τόνους, μειωμένη σε σχέση με τους 98.519 τόνους του Μαΐου 2024.
Αντίστοιχα, τον Απρίλιο του 2025 η παραγωγή έφτασε τους 103.990 τόνους, έναντι 104.973 τόνων την ίδια περίοδο πέρυσι. Παρά τη συρρίκνωση της παραγωγής, οι τιμές παραγωγού δεν ακολουθούν ανοδική τροχιά. Τον Απρίλιο του 2024 η μέση τιμή ήταν 1,4427 ευρώ/κιλό, ενώ έναν χρόνο μετά διαμορφώθηκε στα 1,3749 ευρώ/κιλό. Τον Μάιο του 2025 η τιμή διαμορφώθηκε στα 1,3727 ευρώ/κιλό, έναντι 1,4345 ευρώ/κιλό τον Μάιο του 2024.
Το φαινόμενο αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα των εκμεταλλεύσεων να ανταποκριθούν στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, ιδιαίτερα σε μια περίοδο καθυστερήσεων στις ενισχύσεις και επιβαρύνσεων σε ζωοτροφές, ενέργεια και φαρμακευτικό εξοπλισμό. Advertisement Σε αυτό το πλαίσιο, η υγειονομική πίεση από την ευλογιά των αιγοπροβάτων αποτελεί έναν ακόμη επιβαρυντικό παράγοντα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έχουν ήδη θανατωθεί περισσότερα από 152.000 ζώα, ενώ με την προσθήκη των απωλειών από πανώλη, φυσικές καταστροφές και πλημμύρες προηγούμενων ετών, ο συνολικός αριθμός προσεγγίζει τις 300.000 κεφαλές. Στη Θράκη, παραγωγοί που είχαν επενδύσει στην ανασύσταση των κοπαδιών τους μετά το 2014 δηλώνουν σήμερα επιφυλακτικοί για νέες επενδύσεις, κυρίως λόγω της ασάφειας γύρω από τις αποζημιώσεις.
Η απενεργοποίηση του Μέτρου 5.2, που προβλέπει στήριξη για την αναπλήρωση ζωικού κεφαλαίου, αποτελεί πάγιο αίτημα του κλάδου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 17% των κτηνοτρόφων εγκαταλείπει το επάγγελμα ετησίως, ενώ επιπλέον 15% έχει επηρεαστεί από κρίσεις υγειονομικής ή φυσικής φύσης. Οι οργανώσεις του κλάδου ζητούν ταχύτερη ενεργοποίηση των εργαλείων αποκατάστασης, με στόχο τη διατήρηση της παραγωγικής βάσης. Η ψυχολογία στον κλάδο είναι αποκαρδιωτική. Το 17% των κτηνοτρόφων εγκαταλείπει ετησίως το επάγγελμα, ενώ ένα επιπλέον 15% έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από ζωονόσους και φυσικές καταστροφές. Το ερώτημα πλέον δεν είναι πώς θα ανακάμψει η παραγωγή, αλλά αν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται.
Στη Μαγνησία, οι απώλειες είναι ολικές: μικρές τυροκομικές μονάδες έχουν χάσει 100% των παραγωγών που τις προμήθευαν γάλα, ενώ μεγαλύτερες εταιρείες στρέφονται πλέον σε άλλες περιοχές ή σε εισαγόμενες ποσότητες, ενόψει της νέας παραγωγικής περιόδου που ξεκινά τον Νοέμβριο. Το κομβικό ερώτημα αιωρείται σε όλο τον κλάδο: «Θα υπάρχει γάλα από τον Νοέμβριο για να παραχθεί φέτα;» Στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, όπου έχουν καταγραφεί αυξημένα περιστατικά ευλογιάς, δεν υπάρχει ακόμη επίσημη αποτίμηση της κατάστασης. Ωστόσο, τοπικά ρεπορτάζ κάνουν λόγο για μαζικές θανατώσεις ζώων, όπως 950 ζώα τις τελευταίες ημέρες, και 1.500 ακόμη που τάφηκαν σε περιοχές όπως το Στεφανοβίκειο και ο Ριζόμυλος.
Παρά τις προκλήσεις, αρκετοί επαγγελματίες παραμένουν προσηλωμένοι στην προσπάθεια διατήρησης και εκσυγχρονισμού των μονάδων τους. Η παρουσία νέων τεχνολογιών, η σταδιακή είσοδος στην ψηφιακή κτηνοτροφία, καθώς και η αναγνώριση της ποιότητας του ελληνικού γάλακτος σε αγορές του εξωτερικού, αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν τη δυναμική του κλάδου — εφόσον υπάρξει στοχευμένη πολιτική υποστήριξη και άμεση ενεργοποίηση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων. Η εικόνα που αναδύεται περιγράφει μια κρίση με πολλαπλές αιτίες, όπου υγειονομικοί κίνδυνοι, χρηματοδοτικά ελλείμματα και θεσμική αδράνεια διαμορφώνουν ένα περιβάλλον παρατεταμένης αστάθειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έγκαιρη ενεργοποίηση των μηχανισμών αποζημίωσης, πρόληψης και στήριξης του ζωικού κεφαλαίου αναδεικνύεται ως προϋπόθεση όχι μόνο για την επιβίωση της ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας, αλλά και για τη διασφάλιση της αυτάρκειας και της συνέχειας της εγχώριας τυροκομικής παραγωγής. Καθώς η νέα παραγωγική περίοδος πλησιάζει, η αποτελεσματικότητα της θεσμικής ανταπόκρισης θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό αν ο κύκλος της αποδόμησης θα συνεχιστεί ή θα ανακοπεί.