Σε κάθε κοινωνία — μικρή ή μεγάλη — υπάρχουν στιγμές που ο δημόσιος λόγος ξεφεύγει από τη θεμιτή κριτική και διολισθαίνει στη σφαίρα του προσωπικού, του μικροπολιτικού και του δηλητηριώδους.
Τον τελευταίο καιρό, (πάλι) παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: πολιτικοί αντίπαλοι, σχολιαστές εκ του ασφαλούς και «ειδικοί παντός θέματος» ξεπερνούν τα όρια του σεβασμού και της ευπρέπειας, με μοναδικό στόχο να πλήξουν πρόσωπα που εργάζονται — με όποια λάθη ή αδυναμίες — για το κοινό καλό.
Ορισμένοι δείχνουν να αγνοούν βασικές αρχές της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η κριτική είναι απολύτως θεμιτή — και συχνά απαραίτητη — αλλά όταν αυτή μετατρέπεται σε προσωπική επίθεση, χάνει τη δύναμή της και αποκαλύπτει το κενό της πρόθεσης. Όταν η πολιτική διαφωνία μετατρέπεται σε εμμονή, και η διαφωνία σε διαστρέβλωση, τότε δεν έχουμε πλέον διάλογο αλλά τοξικότητα. Ο δημόσιος λόγος οφείλει να έχει κανόνες.
Οφείλει να διατηρεί ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρέπειας, ακόμα και όταν η ένταση της αντιπαράθεσης ανεβαίνει. Γιατί διαφορετικά, δεν πρόκειται για πολιτική. Πρόκειται για μικρότητες και προσωπικές ατζέντες. Και ενώ κάποιοι ξοδεύουν το καλοκαίρι τους πατώντας πληκτρολόγια για να «χτυπήσουν» εκείνους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της πράξης, η κοινωνία βλέπει και κρίνει.
Οι πολίτες έχουν μάτια και μνήμη. Ξέρουν ποιος μιλά και ποιος προσφέρει. Ξέρουν ποιος κάνει έργο και ποιος περιορίζεται σε λόγια — ή χειρότερα, σε ψιθύρους. Όλοι έχουν δικαίωμα στη γνώμη τους. Κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα να ξεχνά τα όρια του σεβασμού. Γιατί η δημοκρατία χωρίς ήθος, γίνεται απλώς φωνή που χάνεται στον θόρυβο.