Το Μεγάλο Σάββατο είναι η πιο σιωπηλή, μα και η πιο ελπιδοφόρα ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας.
Είναι η μέρα της αναμονής, της σιωπηλής προσδοκίας για το ανέσπερο φως της Ανάστασης. Οι καμπάνες ακόμα δε χτυπούν χαρμόσυνα· τα πέπλα του πένθους σκεπάζουν ακόμη τον κόσμο. Ο Χριστός αναπαύεται στο μνήμα, το σώμα Του έχει ταφεί, μα η ψυχή Του κατεβαίνει στον Άδη, όχι για να μείνει, αλλά για να συντρίψει τα δεσμά του θανάτου. Στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου τελείται ο Εσπερινός της Αναστάσεως μαζί με τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Είναι μια λειτουργία “σταυροαναστάσιμη”, γεμάτη προαναγγελίες φωτός.
Οι πιστοί ακούνε τα αναγνώσματα που μιλούν για την απελευθέρωση από τη φθορά, για την έξοδο του Ισραήλ, για τον Ιωνά στην κοιλιά του κήτους, για την καινούργια ζωή που έρχεται. Κι έρχεται μια στιγμή, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, που αλλάζουν όλα: τα μαύρα υφάσματα τραβιούνται, ο ιερέας σκορπά δάφνες και ροδοπέταλα, και η Εκκλησία πλημμυρίζει από προανάκρουσμα χαράς. Ωστόσο, η νύχτα ακόμα κρατάει. Η Ανάσταση δεν έχει φανερωθεί επίσημα. Γι’ αυτό και το Μεγάλο Σάββατο είναι μια μέρα ανάμεσα σε δύο κόσμους: ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, στον θάνατο και τη ζωή, στην απόγνωση και την ελπίδα.
Στη λαϊκή συνείδηση, το Μεγάλο Σάββατο έχει τη δική του, ιδιαίτερη θέση. Είναι η μέρα της τελευταίας προετοιμασίας. Τα σπίτια καθαρίζονται για την Ανάσταση, τα φαγητά ετοιμάζονται, τα καντήλια γεμίζουν, τα ρούχα της Ανάστασης σιδερώνονται με ευλάβεια. Όλα περιμένουν τη νύχτα, όπου το “Δεύτε λάβετε φως” θα μεταμορφώσει το σκοτάδι σε φως και το πένθος σε χαρά. Το Μεγάλο Σάββατο μας θυμίζει πως πριν από κάθε φως, υπάρχει πάντα μια σιγή. Μια σιγή ιερή. Μια σιγή που δεν είναι αδυναμία, αλλά συγκέντρωση δυνάμεων. Είναι η βαθιά ανάσα πριν το φως του κόσμου ξεσπάσει.