Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 29 Ιανουαρίου 1979, μια 16χρονη, η Μπρέντα Σπένσερ μετατράπηκε σε ελεύθερο σκοπευτή και σκόρπισε το θάνατο επειδή «σιχαινόταν τις Δευτέρες».
Αν κάποια στιγμή βρεθείτε σε κάποια συζήτηση που θα αφορά το πόσο μεγάλο (κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό) πρόβλημα είναι η οπλοκατοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε θα πρέπει να αναφέρετε την παράλογη όσο και αιματοβαμμένη ιστορία της 16χρονης Μπρέντα Σπένσερ. Η Μπρέντα ήταν ένα κοριτσάκι σαν όλα τα άλλα. Ζήτησε από τον «Άγιο Βασίλη» να της πάει για πρωτοχρονιάτικο δώρο ένα ραδιόφωνο προκειμένου να ακούει μουσική.
«Τι πιο φυσιολογικό» θα πει κάποιος για ένα κορίτσι στην εφηβεία. Και εκεί είναι που μπαίνει στην ιστορία μας το «καρκίνωμα» της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ. Ο «Άγιος Βασίλης» θεώρησε πως ένα ραδιόφωνο είναι άχρηστο για μια έφηβη οπότε της πήρε δώρο ένα 22αρι ημιαυτόματο σκοπευτικό τυφέκιο, ειδικά σχεδιασμένο για μικρόσωμους ανθρώπους. Από εκεί και πέρα ανέλαβαν τα ηνία ο ψυχισμός και το θολωμένο μυαλό της 16χρονης. Η αιματηρή κατάληξη αυτής της ιστορίας, που ήρθε μία ημέρα σαν σήμερα, στις 29 Ιανουαρίου 1979, ήταν απλά το αποτέλεσμα μιας στρεβλής και άκρως προβληματικής πραγματικότητας.
Τα «σημάδια» που οι γονείς αρνούνταν να δουν
Παιδί χωρισμένων γονιών η Μπρέντα Σπένσερ, ζούσε με τον πατέρα της σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια. Εμφανισιακά δεν ξεχώριζε από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της. Φορούσε μοντέρνα ρούχα, άκουγε μοντέρνα μουσική και της άρεσε πάρα πολύ η φωτογραφία. Είχε κερδίσει, μάλιστα, το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό φωτογραφίας της αμερικανικής ΜΚΟ «Humane Society». Γενικά, ωστόσο, θα μπορούσε να πει κάποιος πως η Μπρέντα ήταν ένα παιδί η συμπεριφορά του οποίου θα έπρεπε να είχε ελεγχθεί. Στο σχολείο ήταν διαρκώς αδιάβαστη, κοιμόταν μέσα στην τάξη και δεν έκανε όσα ζητούσαν οι καθηγητές της.
Κάποια στιγμή, εξαιτίας της συμπεριφοράς της, στάλθηκε σε μια σχολική δομή προκειμένου να διαπιστωθεί τι φταίει. Οι ειδικοί ενημέρωσαν τους γονείς της πως θα πρέπει να την παρακολουθεί ψυχολόγος διότι είχε τάσεις αυτοκτονίας. Οι γονείς δεν έδωσαν σημασία. Όταν, μάλιστα, πριν τις καλοκαιρινές διακοπές του 1978 (και πάλι μέσω του σχολείου) ένας ψυχίατρος έκρινε πως η μικρή θα πρέπει να εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική, ο πατέρας έγινε έξαλλος, άρχισε να απειλεί θεούς και δαίμονες, πήρε την κόρη του και έφυγε.
Οι συμμαθητές της Μπρέντα Σπένσερ έλεγαν για εκείνη ότι ήταν ένα πολύ παράξενο κορίτσι που μισούσε τους αστυνομικούς και διαρκώς τους έλεγε πως θα κάνει κάτι πολύ μεγάλο προκειμένου να τη δείξει η τηλεόραση! Τα Χριστούγεννα του 1978 η Μπρέντα ζήτησε από τον «Άγιο Βασίλη» ένα ραδιόφωνο. Εκείνος, ωστόσο, αποφάσισε πως σε ένα 16χρονο κορίτσι δεν ταιριάζει τόσο ένα ραδιόφωνο όσο ένα 22αρι ημιαυτόματο σκοπευτικό τυφέκιο, ειδικά σχεδιασμένο για μικρόσωμους ανθρώπους. Η Μπρέντα είχε μάθει σκοποβολή με τη βοήθεια του πατέρα της και εξασκούνταν με τα δικά του όπλα, οπότε και αυτός έκρινε (!) πως αυτό ήταν το καταλληλότερο δώρο για εκείνη! Απέναντι ακριβώς από το παράθυρο της 16χρονης κοπέλας βρισκόταν η είσοδος του Grover Cleveland Elementary School.
Τη Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 1979 η Μπρέντα βαριόταν να πάει στο σχολείο. Ζήτησε από τον πατέρα της να μείνει σπίτι διότι δεν αισθανόταν καλά. Εκείνος δέχθηκε και η κοπέλα επέστρεψε στο δωμάτιο της. Όσο περνούσε η ώρα και δεν είχε τι να κάνει τόσο μεγάλωνε η…. βαρεμάρα της. Πήγε και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο που έβλεπε στην είσοδο του δημοτικού σχολείου. Η απόσταση από το παράθυρο μέχρι την είσοδο ήταν περίπου 50 μέτρα. Μια χαρά απόσταση για κάποιον που έχει στα χέρια του ένα σκοπευτικό τυφέκιο! Μέσα σε περίπου 20 λεπτά οι Μπρέντα πυροβόλησε 36 φορές.
Οι 11 από αυτές τις σφαίρες βρήκαν στόχο σκοτώνοντας δυο άτομα και τραυματίζοντας εννέα ακόμα! Νεκροί έπεσαν ο διευθυντής του σχολείου και ένας φύλακας που έσπευσαν να βοηθήσουν τους οκτώ μικρούς μαθητές και έναν αστυνομικό που είχαν τραυματιστεί. Σήμανε συναγερμός και μέσα σε λίγη ώρα δεκάδες αστυνομικοί έσπευσαν στην περιοχή και έψαχναν να βρουν τον ελεύθερο σκοπευτή.
«I don’t like Mondays»
Η Μπρέντα κατάλαβε πως είχαν έρθει για τη συλλάβουν και ταμπουρώθηκε στο σπίτι της. Κάποια στιγμή άρχισε να φωνάζει στους αστυνομικούς πως αν πλησιάσουν θα αρχίσει να πυροβολεί. Όλοι μας μπορούμε να φανταστούμε το σοκ των αστυνομικών όταν από εκεί που έψαχναν κάποιον ελεύθερο σκοπευτή βρέθηκαν μπροστά σε ένα 16χρονο κορίτσι με χαρούμενο, φωτεινό φόρεμα και φακίδες στο πρόσωπο να τους απειλεί πως θα τους σκοτώσει αν πλησιάσουν! Όπως διαπιστώθηκε αργότερα η Μπρέντα πυροβόλησε πρώτα ένα μικρό μαθητή επειδή φορούσε μπλε ρούχα. Το μπλε ήταν το αγαπημένο της χρώμα!
Επιπλέον, διαπιστώθηκε πως η γρήγορη αντίδραση των αστυνομικών να βάλουν ένα μεγάλο απορριμματοφόρο στη «γραμμή πυρός» ανάμεσα στην Μπρέντα και την είσοδο του σχολείο αποδείχθηκε σωτήρια καθώς η 16χρονη είχε στη διάθεσή της πάνω από 500 σφαίρες! Για τις επόμενες επτά ώρες οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να καταλάβουν αν όντως αυτό που ζούσαν ήταν πραγματικότητα και παράλληλα επιχειρούσαν με διάφορους τρόπους να πείσουν την Μπρέντα Σπένσερ να βγει από το σπίτι της και να παραδοθεί.
Λέγεται πως οι αστυνομικοί κατάφεραν να την πείσουν να βγει όταν της υποσχέθηκαν πως πριν πάνε στο Αστυνομικό Τμήμα για να δώσει τις εξηγήσεις της, θα έκαναν στάση στο τοπικό κατάστημα της γνωστής αλυσίδας «Burger King» προκειμένου να της κάνουν το τραπέζι! Η έκπληξή των αστυνομικών ολοκληρώθηκε όταν πράγματι η 16χρονη κοπέλα αποφάσισε να παραδοθεί. Άφησε το 22αρι ημιαυτόματο σκοπευτικό τυφέκιο μέσα στο σπίτι και εκείνη βγήκε έξω. Όταν βγήκε έξω όλα έγιναν σε αργή κίνηση. Κανείς από τους αστυνομικούς δεν έπεσε πάνω της για να την ακινητοποιήσει, όπως συνήθως βλέπουμε σε αυτές τις περιπτώσεις. Όλοι ήταν μουδιασμένοι. Μόνο ένας από τους δημοσιογράφους που είχαν σπεύσει στο σημείο του μακελειού τη ρώτησε από απόσταση γιατί το έκανε. «Το έκανα για πλάκα. Δε μου αρέσουν οι Δευτέρες. Αυτό μου ζωντάνεψε τη μέρα. Πρέπει να πηγαίνω τώρα» του απάντησε η Μπρέντα Σπένσερ λίγο πριν μπει στο περιπολικό! Την ώρα που όλο αυτό το σοκαριστικό γεγονός βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Boomtown Rats, Bob Geldof, έδινε συνέντευξη σε μουσικό ραδιοφωνικό σταθμό. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής ο παρουσιαστής διέκοψε για να μεταδώσει την έκτακτη είδηση της παράδοσης της 16χρονης στην αστυνομία.
Ο Geldof συγκλονίστηκε από τη φράση «I don’t like Mondays» η οποία και του καρφώθηκε στο μυαλό. Κάπως έτσι αποφάσισε να το κάνει τραγούδι. Σε λίγες ημέρες το είχε έτοιμο και τελικά το κυκλοφόρησε ως σινγκλ στις 21 Ιουλίου 1979, ενώ το συμπεριέλαβε και στο τρίτο άλμπουμ του συγκροτήματος «The Fine Art of Surfacing», που κυκλοφόρησε στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Το τραγούδι έγινε τεράστια επιτυχία στη Βρετανία αλλά όχι και στις ΗΠΑ. Η οικογένεια της 16χρονης προσπάθησε να το απαγορέψει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Ήταν μια τόσο παράλογη πράξη. Ήταν η τέλεια παράλογη πράξη και αυτός ήταν ο τέλειος παράλογος λόγος για να κάνει κάποιος κάτι τέτοιο. Έτσι, ίσως έγραψα το τέλειο παράλογο τραγούδι για να το απεικονίσω. Δεν ήταν μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της τραγωδίας» είχε πει ο ίδιος ο Geldof.
Η Μπρέντα δικάστηκε (λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης δικάστηκε ως ενήλικας) και καταδικάστηκε σε ισόβια. Στη φυλακή η Μπρέντα εξετάστηκε από ειδικούς και διαπιστώθηκε πως έπασχε από κατάθλιψη ενώ ήταν και επιληπτική. Η υπόθεση της Μπρέντα Σπένσερ, είναι πιθανότατα το πρώτο σύγχρονο περιστατικό πυροβολισμών σε σχολείο τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Κάθε φορά που ακούω για πυροβολισμούς σε σχολεία, νιώθω ότι είμαι εν μέρει υπεύθυνη. Άραγε ήταν αυτό που έκανα εγώ που τους έδωσε την ιδέα» είχε αναρωτηθεί η ίδια όταν το φαινόμενο της οπλοκατοχής είχε αρχίσει να αφήνει το αιματηρό του αποτύπωμα στην αμερικανική κοινωνία ολοένα και πιο συχνά.
Κάποια στιγμή η ίδια η Μπρέντα Σπένσερ είχε ερωτηθεί για όλη εκείνη την ιστορία και είχε απαντήσει πως «Ζήτησα ένα ραδιόφωνο και πήρα ένα τουφέκι» δείχνοντας τον πατέρα της ως βασικό υπεύθυνο για όλα αυτά που έγιναν. Στην ερώτηση γιατί θεωρεί η ίδια πως ο πατέρας της αντί για ραδιόφωνο της πήρε ένα σκοπευτικό τυφέκιο, η απάντηση είναι σοκαριστική: «Μου αγόρασε το τουφέκι για να αυτοκτονήσω».
Η Μπρέντα είχε αποκαλύψει, επίσης, πως ο πατέρας της την βίαζε συστηματικά. Αυτό δεν μπόρεσε να αποδειχθεί ενώ εκείνος είχε αρνηθεί κάθε κατηγορία. Χρόνια μετά μετά, πάντως, παντρεύτηκε μια 17χρονη πρώην συγκρατούμενη της κόρης του. Λέγεται, μάλιστα, πως της έμοιαζε. Μέχρι σήμερα οι δικαστικές αρχές έχουν απορρίψει πέντε αιτήματα της Μπρέντα Σπένσερ για αποφυλάκιση. Φέτος έχει το δικαίωμα να υποβάλει το έκτο της αίτημα.