«Κατά της πρότασης δυσπιστίας, διατηρώντας στο ακέραιο τις απόψεις μου για τις παρακολουθήσεις » , τονίζει για την στάση του στη σημερινή ψηφοφορία»
Χαρακτηρίζει «σχεδόν ανήθικη συμπεριφορά απέναντί του, που αγγίζει τα όρια της απρόκλητης εξύβρισης» τα όσα είπε γι αυτόν ο Μάκης Βορίδης
«Όταν με το καλό τελειώσει η θητεία μου στο κοινοβούλιο, θα πάρω τις αποφάσεις μου», δηλώνει για την υποψηφιότητά του για Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας
«Λυπάμαι πολύ που ο κ. Ράμμος δέχεται ανοίκειες και άδικες επιθέσεις»
«Θα έπρεπε από την αρχή να είχε γίνει ριζική αναδιοργάνωση της ΕΥΠ, με αντικατάσταση όλων των ιθυνόντων, της αποσπασμένης εισαγγελέως συμπεριλαμβανομένης»
«Η φράση «ένοχος ένοχο ου ποιεί» που χρησιμοποίησε ο Υπουργός Επικρατείας, θεωρώ ότι δεν είναι επιτυχής»
Συνέντευξη στον Μιχάλη Δημητρόπουλο
Τρίτη και τελευταία ημέρα συζήτησης στη Βουλή της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η σημερινή. Ημέρα ψηφοφορίας για άρση ή μη της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου προς της κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ανάμεσα στα ονόματα που εμφανίζονται ως ερωτηματικά για την στάση τους στην σημερινή ψηφοφορία βρίσκεται και αυτό του βουλευτή Ηλείας με τη ΝΔ Κώστα Τζαβάρα. Κυρίως λόγω της ξεκάθαρης στάσης του στο θέμα των υποκλοπών. Απέναντι στους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Όλοι ρωτούν τι θα κάνει ο Τζαβάρας. Η «ΠΡΩΤΗ» μίλησε με τον πρώην Υπουργό και σας αποκαλύπτει σήμερα όχι μόνο την στάση του στην ψηφοφορία, αλλά σας παρουσιάζει και μία συνέντευξη-ποταμό, για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, το επίπεδο που διεξάγεται η συζήτηση στην Βουλή και φυσικά το πολιτικό του μέλλον και την πιθανή του υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας.
Επίσης, ο Κώστας Τζαβάρας απαντά χωρίς περιστροφές στους χαρακτηρισμούς που δέχθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών Μάκη Βορίδη την προηγουμένη εβδομάδα κατά τη διάρκεια κομματικής εκδήλωσης στη Ζαχάρω. Την χαρακτηρίζει «σχεδόν ανήθικη συμπεριφορά απέναντί του, που αγγίζει τα όρια της απρόκλητης εξύβρισης».
-Όλοι ρωτούν τι θα ψηφίσει σήμερα ο Κώστας Τζαβάρας. Θα άρει την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση λόγω της υπόθεσης των παρακολουθήσεων;
«Έχω αποφασίσει να ψηφίσω κατά της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση, στην σημερινή ψηφοφορία, διατηρώντας στο ακέραιο τις απόψεις που έχω εκφράσει σχετικά με το λεγόμενο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Στην απόφαση αυτή καταλήγω γιατί η πρόταση δυσπιστίας πλήττει την κυβέρνηση στο σύνολό της, ήτοι για όλο το έργο που έχει μέχρι σήμερα παραγάγει. Πιστεύω πως η κυβέρνηση, σε μέσα σε αυτά τα 3,5 χρόνια έχει επιδείξει θετικό έργο σε πολύ κρίσιμους για τον τόπο και την συγκυρία, όπως στον τομέα της οικονομίας, την οποία έχει ενισχύσει με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όλοι οι οικονομικοί δείκτες έχουν ανέβει με αποτέλεσμα πολλοί διεθνείς οργανισμοί και έγκριτα διεθνή έντυπα να την επαινούν για το έργο της.
Επίσης, στα εθνικά θέματα έχει επιδείξει πολύ θετικό έργο όπως οι αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και την Γαλλία και η ενίσχυση και θωράκιση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας μέσω της προμήθειας αξιόπιστου και τεχνολογικά προηγμένου οπλισμού.
Θετικό έργο υπάρχει και σε μια σειρά από άλλους τομείς όπως η εξωτερική πολιτική (π.χ. συμφωνία με Αίγυπτο), ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους κ.α.
Βέβαια, εξακολουθεί να είναι αδιευκρίνιστο το θέμα της διαφάνειας στην υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και είναι αναπόφευκτη η ανάγκη να ριχθεί άπλετο φως σε όλες τις πτυχές της δυσώδους αυτής υπόθεσης κατά τον χαρακτηρισμό του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, που ως γνωστόν είναι το πρόσωπο που κατ’ εξοχήν επλήγη από τους αδιαφανείς μηχανισμούς που λειτούργησαν στους κόλπους της ΕΥΠ.
Η υπόθεση αυτή, θεωρώ, ότι θα έπρεπε να έχει οδηγηθεί σε εκτόνωση μέσω άλλων δημοκρατικών μηχανισμών, κυρίως μέσω της διαδικασίας του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ή μέσω της έρευνας των Αρχών που έχουν κατά το Σύνταγμα και τη νομοθεσία την αρμοδιότητα. Αναμφίβολα τέτοια Αρχή είναι η ΑΔΑΕ και λυπάμαι πολύ που ο κ. Ράμμος δέχεται ανοίκειες και άδικες επιθέσεις από πολλές πλευρές. Δεν με βρίσκουν σύμφωνο αυτές οι εκδηλώσεις ανθρωποφαγίας απέναντι σε έναν άνθρωπο που απλά επιμένει να τηρεί αταλάντευτα το καθήκον του ως προέδρου μιας Ανεξάρτητης Αρχής, που κατά το Σύνταγμα προβλέπεται ως θεσμική εγγύηση της προστασίας του απολύτως απαραβίαστου απόρρητου χαρακτήρα των επικοινωνιών.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, αντιμετωπίζουμε τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλεί στην εξιχνίαση αυτής της υπόθεσης, η συστημική πλέον βραδύτητα των δικαστικών μηχανισμών του κράτους».
-Πώς κρίνετε την στάση της δικαιοσύνης στην υπόθεση των παρακολουθήσεων;
«Η δικαιοσύνη δυστυχώς, φαίνεται με βάση το συνήθως συμβαίνον, ότι θα καταλήξει σε αποτέλεσμα όταν πια κανείς δεν θα ενδιαφέρεται για την υπόθεση αυτή. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση των μαύρων ταμείων της SIEMENS. Οπού όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν μετά από την παρέλευση 15 χρόνων δικαστικής διαδικασίας όταν κανείς δεν ασχολούταν πλέον με αυτή την υπόθεση, και παρά το γεγονός ότι η ίδια η SIEMENS είχε ομολογήσει και αποδεχθεί την ευθύνη για τις δωροδοκίες που έκανε στη χώρα μας από το 1996 έως το 2004.
Θα έπρεπε από την αρχή, δηλαδή από τον Αύγουστο του 2022, να είχε γίνει μία γενναία και ριζική αναδιοργάνωση της ΕΥΠ, με αντικατάσταση όλων των ιθυνόντων, της αποσπασμένης εισαγγελέως συμπεριλαμβανομένης.
Η εισαγγελεύς αυτή έχει επικριθεί, τόσο από την νομική κοινότητα, όσο και από μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου, γιατί ενέκρινε απλώς τις εισηγήσεις των διοικητικών υπαλλήλων της ΕΥΠ για άρση του απορρήτου, χωρίς να κρίνει αιτιολογημένα, σε κάθε περίπτωση, αν η άρση απορρήτου αποτελεί το μονό αναγκαίο, πρόσφορο, κατάλληλο, και δίκαιο μέσο για την άρση της σύγκρουσης μεταξύ της προστασίας της εθνικής ασφαλείας και της προστασίας του ατομικού δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών».
-Η κα εισαγγελέας της ΕΥΠ ανήκει δηλαδή στο «ρυπαρό δίκτυο» που αναφέρει η κυβέρνηση;
«Ήδη η δικαιοσύνη θα έπρεπε να έχει διερευνήσει εάν η εισαγγελεύς έχει ανταποκριθεί στο καθήκον της , ή εάν ανήκει κι αυτή, ή τουλάχιστον έχει συνεργαστεί με το «ρυπαρό δίκτυο» που παρήγαγε αυτά τα απαράδεκτα αποτελέσματα στη λειτουργία των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών.
Το μείζον πρόβλημα όμως, είναι να ερευνηθεί εάν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις παρακολούθησης των πολιτικών προσώπων, των κρατικών αξιωματούχων και των στρατιωτικών (που πλέον είναι αναμφίβολο ότι συνέβησαν), η ΕΥΠ λειτούργησε στο πλαίσιο της νόμιμης αρμοδιότητάς της, ή απλώς χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός εξυπηρέτησης αλλότριων σκοπών. Και κατά αυτό τον τρόπο παραβιάστηκε το άρθρο 19, παρ. 1 του Συντάγματος με την διάπραξη μάλιστα σοβαρών κακουργημάτων.
Αυτό για μένα είναι το τεράστιο ερωτηματικό με το οποίο οφείλει να ασχοληθεί η δικαιοσύνη. Αλλά δεν έχω καταλάβει, ή τουλάχιστον δεν έχει γίνει επαρκώς σαφές, ποια είναι η μορφή και το περιεχόμενο της εμπλοκής της δικαιοσύνης στις υποθέσεις αυτές: Ερευνά μόνο το εάν και υπό ποίους όρους έχουν διαρρεύσει πληροφορίες απορρήτου χαρακτήρα για τη δράση της ΕΥΠ στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που καλύπτονται από το καθήκον εχεμυθείας απλώς; Ή ασχολείται και ερευνά και τις τυχόν ποινικές ευθύνες που ενδεχομένως αφορούν πρόσωπα που εμπλέκονται σε παράνομες παρακολουθήσεις;
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνει απολύτως αντιληπτό ότι στην υπόθεση αυτή των παρακολουθήσεων η δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργεί αυθαίρετα, αλλά διέπεται και αυτή από την αρχή του κράτους δικαίου, την αρχή της διαφάνειας και της λογοδοσίας καθώς και την θεσμική εγγύηση της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας στη δράση της. Επομένως η δικαιοσύνη για να αξίζει τον σεβασμό των πολιτών οφείλει να ενεργεί μέσα στο πλαίσιο των κανόνων που ορίζεται από τις πιο πάνω αρχές».
-Ο Υπουργός Επικρατείας κ. Γιώργος Γεραπετρίτης υποδέχθηκε την πρόταση δυσπιστίας με τη φράση δικονομική φράση «ένοχος ένοχο ου ποιεί». Πώς σχολιάζετε την επιλογή της φράσης και γενικότερα την διαδικασία της συζήτησης στη Βουλή;
«Κάθε πρόταση δυσπιστίας προκαλεί την έναρξη μιας κοινοβουλευτικής διαδικασίας που όχι αδικαιολόγητα θεωρείται κορυφαία. Γιατί σε αυτή διακυβεύεται η εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου προς την κυβέρνηση που αποτελεί τον πυρήνα της κοινοβουλευτικής σχέσης. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης που επί τρεις ημέρες με βάση τον κανονισμό διεξάγει η εθνική αντιπροσωπεία, η κυβέρνηση πρέπει να αντικρούσει την μομφή που της αποδίδεται, αντιπαραθέτοντας στοιχεία και επιχειρήματα από τα όποια θα προκύψει με σαφήνεια και πληρότητα ότι είναι άξια της εμπιστοσύνης της βουλής.
Επομένως, η φράση «ένοχος ένοχο ου ποιεί» που χρησιμοποίησε ο Υπουργός Επικρατείας, θεωρώ ότι δεν είναι επιτυχής. Επειδή το «ένοχος ένοχο ου ποιεί» είναι ένα αξίωμα στο χώρο της ποινικής δικονομίας, που παράγει αποτελέσματα στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης. Εδώ όμως έχουμε μια πλειάδα υποθέσεων, στις οποίες αλλού είναι ένοχος ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως λέει ο Υπουργός, και αλλού είναι ένοχη η ΝΔ, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Θεωρώ ότι κατά την διαδικασία αυτή, πρέπει όλα τα επιχειρήματα να αναπτύσσονται και ναυποστηρίζονται με δημοκρατικό ήθος, αλλά και με παρρησία, και αυτό περιμένει ο λαός από την συγκεκριμένη κοινοβουλευτική μάχη.
Δυστυχώς, με λύπη μου διαπιστώνω ότι στον χώρο της ολομέλειας του κοινοβουλίου, εκεί όπου ασκείται κατά τρόπο πραγματικό και συμβολικό η λαϊκή κυριαρχία, εκεί όπου βρίσκεται ο πυρήνας του δημοκρατικού πολιτεύματος, κυρίως κατά την έναρξη της διαδικασίας, δεν κατορθώσαμε να ανταποκριθούμε στην αγωνιστική πρόκληση του δημοκρατικού διαλόγου με το ανάλογο ήθος και την προσήκουσα ευπρέπεια.
Χαμηλό επίπεδο επιχειρημάτων, πλαισιωμένων από ένα απαράδεκτο υβρεολόγιο που στηρίζεται στην δαιμονοποίηση του πολιτικού αντιπάλου. Συμπεριφορές που προφανώς δεν τιμούν την σπουδαιότητα που έχει για την κοινωνία ο δημοκρατικός τρόπος επίλυσης των πολιτικών αντιθέσεων και της άρσης των πολιτικών συγκρούσεων, που οφείλει να διεξάγεται μέσα από έναν ευπρεπή και πολιτισμένο κοινοβουλευτικό διάλογο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του χαμηλού επιπέδου των ομιλιών της πρώτης ημέρας ήταν η εναγώνια προσπάθεια του Αντιπροέδρου της Βουλής κ. Νικήτα Κακλαμάνη να ανακαλέσει στην τάξη μέλη του κοινοβουλίου που είχαν εκτραπεί σε θορυβώδεις ασχήμιες.
Αλλά και κάποιες καινοφανείς αντιλήψεις που εκφράστηκαν σχετικά με την «χρησιμότητα» της παρακολούθησης των πάντων ως μέσου που εξασφαλίζει την προστασία των πολιτών από τους διάφορους πειρασμούς. Νομίζω ότι παραγνωρίζουν την αξία που έχουν για την κοινωνική ευημερία οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί θεσμοί. Το πανοπτικόν του Μπένθαμ αποτελεί εφιάλτη για το σημερινό επίπεδο ζωής που εγγυάται το Σύνταγμά μας και η ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου».
-Υπάρχει έντονη φιλολογία πως εξετάζετε την περίπτωση, μετά το πέρας της κοινοβουλευτικής σας θητείας, να κατέλθετε ως ανεξάρτητος υποψήφιος Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας. Ισχύει;
«Πράγματι, παρακολουθώ όλη αυτή την φιλολογία που αναπτύσσεται. Δηλώνω ρητά πως δεν έχω αποφασίσει εάν θα είμαι υποψήφιος Περιφερειάρχης στις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές και δεν πρόκειται να αποφασίσω κάτι τέτοιο όσο είμαι βουλευτής της ΝΔ. Κάτι τέτοιο προφανώς και δεν μου επιτρέπεται να το κάνω, γιατί θα ήταν αντίθετο με τον χαρακτήρα μου, το ήθος μου, και την πολιτική πορεία που έχω διαγράψει για 16 χρόνια ως βουλευτής της ΝΔ. Όταν με το καλό τελειώσει η θητεία μου στο κοινοβούλιο, θα πάρω τις αποφάσεις μου».
-Μπορείτε να εξηγήσετε τους λόγους που δεν θα θέσετε ξανά υποψηφιότητα ως βουλευτής;
«Για λόγους αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού επέλεξα να μην είμαι υποψήφιος βουλευτής στις προσέχεις εκλογές. Πρώτα από όλα, εξαιτίας της πρωτοφανούς, στα ακαδημαϊκά χρονικά, αδικίας που έγινε εις βάρος της Ηλείας με την κατάργηση δύο Πανεπιστημιακών Τμημάτων στον Πύργο και στην Αμαλιάδα, των οποίων η ίδρυση και λειτουργία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την πολιτιστική και παραγωγική φυσιογνωμία του Νομού μας.
Ανάλογη κατάργηση δεν είχαμε σε κανέναν άλλο Νομό της Ελλάδας, παρόλο που με βάση τα τελευταία αποτελέσματα των βάσεων εισαγωγής, άλλα 86 Τμήματα έπρεπε να κλείσουν εάν η κυβέρνηση μεταχειριζόταν τις περιπτώσεις των άλλων Νομών (όπως θα όφειλε) με τα ίδια κριτήρια που μεταχειρίστηκε τη δική μας. Έγινε αδικία και δεν μπορώ πλέον να ζητήσω την ψήφο του ηλειακού λαού από τη στιγμή που δεν μπορώ να δώσω μια πειστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.
Ανεξάρτητα όμως από τον αδικία αυτή, έχω ήδη απογοητευτεί και από το πνεύμα που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στην πολιτική και κοινοβουλευτική ζωή του τόπου. Η εικόνα του κοινοβουλίου στην χθεσινή συζήτηση (σ.σ. της Τετάρτης), νομίζω ότι δικαιώνει πλήρως την απόφασή μου και κυρίως δικαιολογεί τον λόγο που τα τελευταία δύο χρόνια δεν συμμετέχω ουσιαστικά και ενεργά στην κοινοβουλευτική διαδικασία όπως συμμετείχα τα προηγούμενα 14 χρόνια, είτε ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ, είτε ως τομεάρχης σε κρίσιμους τομείς του κόμματός μου, είτε ως Υπουργός. Στην πολιτική ζωή του τόπου έχουν εμφανιστεί νέα δεδομένα που προκύπτουν από την επικράτηση παραγόντων και αντιλήψεων που δεν ταυτίζονται καθόλου με τις αξίες που οφείλει να υπηρετεί η πολιτική στην αυθεντική της σημασία και λειτουργία. Με άλλα λόγια έχουν επικρατήσει τεχνικές επικοινωνίας, τρόποι πολιτικού εξυπνακισμού, που στηρίζονται στην ατάκα και την παραπληροφόρηση. Αυτό το κλίμα δεν με έχει ανάγκη και βέβαια, δεν το χρειάζομαι κι εγώ».
-Ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Μάκης Βορίδης σε επίσκεψή του στην Ηλεία για την κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας της ΔΗΜΤΟ Ζαχάρως αναφέρθηκε σε «μωροφιλοδοξίες» και σε κάποιους που αναζητούν να γίνουν Περιφερειάρχες παρότι έχουν τιμηθεί από το κόμμα, προφανώς υπονοώντας εσάς. Τι απαντάτε;
«Πράγματι πληροφορήθηκα αυτή την επίθεση εναντίον μου από τον κ. Βορίδη και δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου. Η επίθεση συνιστά αναμφίβολα μία απρεπή, σχεδόν ανήθικη συμπεριφορά απέναντί μου. Αγγίζει δε τα όρια της απρόκλητης εξύβρισης.
Δεν γνωρίζω τι είναι αυτό που οδήγησε τον κ. Βορίδη σε μια τόσο απαράδεκτη συμπεριφορά εις βάρος μου, χωρίς να λάβει μάλιστα υπόψη του ότι φιλοξενείται στην εκλογική περιφέρεια όπου επί 16 συναπτά έτη εκλέγομαι βουλευτής της ΝΔ.
Ας σημειωθεί ότι από τότε που ο κ. Βορίδης έφυγε από το ΛΑΟΣ για να μεταπηδήσει στη ΝΔ, επανειλημμένως, για λόγους ευπρέπειας, αποφεύγω, παρότι έχω ερωτηθεί αρκετές φορές, να σχολιάσω τις περιόδους της ζωής του κ. Βορίδη που έχουν σχέση με την υπεράσπιση ακραίων πολιτικών ιδεών. Βέβαια, το μόνο κοινό που έχω με τον κ. Βορίδη είναι ότι είμαστε βουλευτές του ιδίου κόμματος. Ενός κόμματος που διαθέτει την αναγκαία φιλελεύθερη ευρυχωρία ώστε να αντέχει στους κόλπους του την ύπαρξη και του κ. Βορίδη και την δικιά μου.
Γιατί εγώ και ο κ. Βορίδης ανήκουμε σε δυο διακριτά ιδεολογικά και ασύμπτωτα παραδείγματα του φιλελευθέρου χώρου. Εκπροσωπούμε δύο διαφορετικούς ηθικούς και φιλοσοφικούς κόσμους. Δεν έχω λοιπόν να πω τίποτε άλλο, εκτός από να τον πληροφορήσω πως σε όλη τη διαδρομή της ζωής μου επέλεγα πάντοτε να αγωνίζομαι για την επίτευξη στόχων που ήσαν ανάλογοι και αντίστοιχοι με τις δυνατότητές μου. Άλλωστε, η ηθική και η πνευματική μου συγκρότηση, μου επέβαλαν την μέριμνα και την επιμέλεια του εαυτού μου, ώστε να αποφεύγω την αυτογελοιοποίηση. Εύχομαι να είναι σε θέση κι αυτός να ισχυριστεί τα ίδια για τον εαυτό του».
-Σε αυτούς που χειροκρότησαν τα όσα είπε ο κ. Βορίδης, τι θα λέγατε;
«Για όσους επικρότησαν την… ατάκα του κ. Βορίδη, που ως κομματικός ραβδούχος εξαπέλυσε εναντίον μου, ελέγχοντάς με για επίδειξη αγνωμοσύνης απέναντι στο κόμμα που με τίμησε, έχω να αντιπαραθέσω ότι για αυτές τις τιμές δεν μου έγινε καμία χάρη.
Στα 16 αυτά χρόνια ο Τζαβάρας πρόσφερε στη ΝΔ. Κυρίως μέσα από τους αγώνες μου στο κοινοβούλιο, αλλά και μέσα από την συμμέτοχη μου επί 10 χρόνια σε πολύ σημαντικές επιτροπές του Συμβούλιου της Ευρώπης (ενδεικτικά: Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης και Επιτροπή Επιλογής Δικαστών του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου), όσο και μέσα από την θητεία μου στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και πρόσφατα μέσα από την προσφορά μου ως γενικού εισηγητή της πλειοψηφίας στην τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, την οποία αναγνώρισε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός με κολακευτικά λόγια.
Εάν λοιπόν, είχαν την ψυχραιμία να τα αποτιμήσουν όλα αυτά, είναι βέβαιο πως θα αναγνώριζαν ότι ο Κώστας Τζαβάρας στα 16 χρόνια της συμμέτοχης του στην Κ.Ο. της ΝΔ έχει τιμήσει την ΝΔ πολύ περισσότερο από όσο έχει τιμηθεί από αυτήν».