Του Κώστα Βαξεβάνη
documentonews.gr
Η χρονική σύμπτωση σε δύο σκάνδαλα ελληνικού ενδιαφέροντος που εξελίσσονται αυτή την περίοδο και η αντιμετώπισή τους, οδηγεί σε συμπεράσματα που έχουν την ισχύ αποδείξεων. Από τη μία έχουμε το σκάνδαλο με τον άκομψο χρηματισμό της κομψής (άλλη κομψή αυτή) Εύας Καϊλή.
Μια ομάδα Βέλγων δημοσιογράφων δημοσίευσε τα συμπεράσματα της έρευνάς της, για τις περίεργες σχέσεις ευρωπαϊκών θεσμικών παραγόντων με το Κατάρ και το καθεστώς του. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, οι αστυνομικές και εισαγγελικές Αρχές του Βελγίου, άνοιξαν λογαριασμούς Ευρωβουλευτών παρακαλώ, πήραν μαρτυρίες, έκαναν έφοδο σε σπίτια και γραφεία, βρήκαν τα πειστήρια του εγκλήματος και προφυλάκισαν τους υπόπτους μεταξύ των οποίων η δική μας (που πλέον δεν είναι δική μας για πολλούς) Εύα Καϊλή.
Στο άλλο σκάνδαλο, που αποτελεί απειλή για τη Δημοκρατία και φανερώνει εκτροπή, αυτό των υποκλοπών, επί έξι μήνες, η δημοσιογραφική έρευνα αποκαλύπτει στοιχεία, η κυβέρνηση κραυγάζει ότι όλα είναι ένα ψέμα και οι Αρχές κλώθουν μαλλί για το γνωστό κουβάρι της διαπλοκής.
Οι Βέλγοι δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το Καταρ-αμένο σκάνδαλο, κλήθηκαν ακόμη και από τα ελληνικά κανάλια να περιγράψουν την διαδρομή της έρευνας και τα στοιχεία, αλλά οι Έλληνες δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν τις υποκλοπές περιγράφονται εδώ και μήνες ως συκοφάντες από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Τι αποκαλύπτεται πάνω στο σημείο τομής των δύο σκανδάλων; Μήπως ότι μεταξύ Βελγίου και Ελλάδας υπάρχει διαφορά κουλτούρας; Αρκεί αυτή η επιφανειακή ανάλυση στην εξεύρεση διαφορών, για να να καλύψει το γεγονός ότι στην Ελλάδα η διαφθορά είναι συστατικό στοιχείο της εξουσίας και πολύ περισσότερο της εξουσίας της συγκεκριμένης κυβέρνησης; Στο Βέλγιο οι Αρχές (και οι δημοσιογράφοι) λειτούργησαν γιατί κανένας δεν μπορεί να τους εμποδίσει να λειτουργήσουν.
Δεν υπάρχει κάποια αγγελική εξουσία που δεν διαπλέκεται με άλλα συμφέροντα, αλλά το κόστος αυτής της πιθανής διαπλοκής, αν αποκαλυφθεί, είναι μεγάλο. Στην Ελλάδα, το κόστος το πληρώνει αυτός που τα βάζει με τη διαπλοκή. Μπορεί να βρεθεί κατηγορούμενος, αφού κακοποιηθεί από τα Μέσα Ενημέρωσης και δολοφονηθεί ως προσωπικότητα.
Στο Βέλγιο δεν υπάρχουν Εισαγγελείς που τα παιδιά τους να δουλεύουν σε επιχειρήσεις επιχειρηματιών που ελέγχουν ποινικά, ούτε παίρνουν άδεια για τις διώξεις τους από πολιτικούς και Μητροπολίτες. Οι εξουσίες είναι επί της ουσίας διακριτές και οι δικαστές δεν φοβούνται να πουν όνομά τους σα να είναι μέλη εγκληματικής ομάδας, ούτε επικαλούνται τη θεωρητική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης για να κρύψουν τις οικονομικές εξαρτήσεις τους.
Παντού υπάρχουν καλοί και κακοί, αλλά στην Ελλάδα η διαφθορά και το κακό έχουν επικρατήσει ως κανονικότητα. Αυτή είναι η διαφορά στη διαφθορά.
Είναι δεδομένο ότι δεν μπορούμε να φέρουμε Βέλγους Εισαγγελείς στην Ελλάδα όπως φέρνουμε πυροσβέστες το καλοκαίρι, ούτε να αντικαταστήσουμε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τον Εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου των Βρυξελλών. Πρέπει απλώς να τελειώνουμε με τη διαφθορά σε αυτή τη χώρα. Η ανοχή που καλλιεργείται καθημερινά ως ένδειξη δήθεν πολιτισμού και ευπρέπειας πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι ακριβώς η μέθοδος συγκάλυψης.
Ας αφήσουμε όμως το γενικό και θεωρητικό και ας πάμε στο ειδικό των υποκλοπών. Τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή; Όλα είναι ξεκάθαρα και πιο ξεκάθαρες είναι, οι ευθύνες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Ξεκάθαρο είναι επίσης ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί με τρόπο που εξυπηρετεί τον Μητσοτάκη και συσκοτίζει την έρευνα. Μια σειρά από εγκληματικές ενέργειες που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών και της ίδιας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ερευνώνται σα να πρόκειται για τροχαία αδίκημα. Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με ευθύνη προφανώς του Ισίδωρου Ντογιάκου, κρατάει υποβαθμισμένη την έρευνα , ερευνά απλά πλημμελήματα, δίνοντας το μήνυμα προς την πλευρά των ερευνώμενων ότι «όλα βαίνουν καλώς».
Ο κύριος Ντογιάκος είναι σε συνεχή επαφή με την Εισαγγελέα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου, για να διασταυρώσει δήθεν τα στοιχεία που βγαίνουν στη δημοσιότητα. Αντί να την καταστήσει ερευνώμενη και να κινήσει τις διαδικασίες ελέγχου της , τη ρωτάει αν ισχύουν τα στοιχεία που έβγαλε το Documento , για να πάρει προφανώς αρνητική απάντηση. Είναι δυνατόν να έδινε η Βλάχου μια απάντηση αυτοενοχοποίησης;
Ας αφήσουμε το αυστηρό Βέλγιο. Σε ποια Ευρωπαϊκή χώρα, η Εισαγγελέας που βαρύνεται με υποψίες για υπογραφές σε παράνομες παρακολουθήσεις, θα έμενε ακόμη στη θέση της αντί να απολογείται σε κάποιο Ανακριτικό Γραφείο; Σε ποιο Δημοκρατικό κράτος, η αποκάλυψη ότι για τον Υπουργό της Κυβέρνησης , Εισαγγελέας έχει υπογράψει και ανανεώσει πάνω από δώδεκα διατάξεις παρακολούθησης επί δύο χρόνια, δεν θα είχε κλονίσει συθέμελα το σύστημα της Δικαιοσύνης; Σε ποια χώρα ακόμη και αμφιλεγόμενης Δημοκρατίας της Αφρικής, οι ενδείξεις ότι παρακολουθείται ο Αρχηγός του Στρατού δεν θα κινητοποιούσαν το σύνολο των δυνάμεων της επίσημης έρευνας και ο Ανώτατος Εισαγγελέας δεν θα ζητούσε να πέσει φως αντί να συντάσσεται με τις διαρροές της κυβέρνησης περί μυθευμάτων;
Η κυρία Βλάχου, παραμένει στην ΕΥΠ, ενώ έχει αποχωρήσει το σύνολο της Διοίκησης της Υπηρεσίας. Τι μετατρέπει την κυρία Βλάχου από ύποπτη σε πολύτιμη και ανέλεγκτη όπως καυχήθηκε και η ίδια;
Για μια ακόμη φορά στην Ελλάδα, η Δικαιοσύνη ευτελίζεται ακολουθώντας πολιτικές προσταγές. Ανάλογα με το κυβερνητικό αφήγημα κινείται και το εισαγγελικό πρόσταγμα. Όταν ο Μητσοτάκης ξεκίνησε να λέει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία, στη Δικαιοσύνη ξεκίνησε μια έρευνα για πλημμελήματα που ανταποκρινόταν στις κυβερνητικές προσμονές. Υπήρχαν ενδείξεις για κατασκοπεία, εγκλήματα σχετικά με την ασφάλεια της χώρας, παραβίαση προσωπικών δεδομένων, αλλά η έρευνα παρέμενε και παραμένει υποβαθμισμένη, όπως θα το ήθελε το Μαξίμου. Μετά τις αποκαλύψεις και τα αδιάσειστα στοιχεία για την παρακολούθηση του Χατζηδάκη, η κυβέρνηση ανακάλυψε αυτονομημένα δίκτυα στην ΕΥΠ και η Εισαγγελία υπό τον Ισίδωρο Ντογιάκο, είναι έτοιμη να διατάξει έρευνα για να τα καταδείξει.
Αλήθεια, ποιος είναι υπεύθυνος για την ΕΥΠ , τα δίκτυα και τα παραδίκτυα;
Είναι ή όχι ο Μητσοτάκης ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας πέρα από πρωθυπουργός; Ποιος Εισαγγελέας επέτρεψε , παρότι ευθύνη του ήταν η προάσπιση των δικαιωμάτων του πολίτη , να λειτουργήσουν τέτοια δίκτυα υπό την εποπτεία του; Αυτές οι παραδοχές βαριάς ποινικής ευθύνης, δεν μπορούν να προσπεραστούν από τις επικοινωνιακές ανάγκες. Αν υπήρξε παραΕΥΠ, ποινική ευθύνη έχει και ο πρωθυπουργός και η Διοίκηση της ΕΥΠ και η Εισαγγελέας της ΕΥΠ.
Για λόγους ιστορίας και μόνο πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο ότι δεν υπήρξε παραΕΥΠ, όπως ανακαλύπτει ο Μητσοτάκης προσδοκώντας σωτηρία. Η ίδια η ΕΥΠ, με δική του ευθύνη λειτούργησε παρακρατικά και παραθεσμικά σε ρόλο παραΕΥΠ. Ο πρωθυπουργός ήταν εντολέας και προϊστάμενος.
Παρεμπιπτόντως, ο Μητσοτάκης ως προϊστάμενος της ΕΥΠ, δεν μπορεί όταν τον ρωτάει ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή αν η Υπηρεσία παρακολουθεί τον Χατζηδάκη και τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ να απαντάει «όχι» (να ξέρει δηλαδή) ενώ όλη την υπόλοιπη περίοδο να προφασίζεται ότι δεν είναι ενήμερος. Αν υπάρχει παραλειτουργία στην ΕΥΠ, τότε γιατί γίνεται επίκληση απορρήτου; Προστατεύει με το απόρρητο τους επίορκους;
ΥΓ: Καλά θα κάνουν στο Μέγαρο Μαξίμου, να μην διαρρέουν ότι ο Ισίδωρος Ντογιάκος μετά την συνταξιοδότησή του σε μερικούς μήνες, θα αναλάβει ως επικεφαλής μιας νέας Αρχής Δικαστικής Αστυνομίας. Δεν δημιουργούνται οι καλύτεροι συνειρμοί. Όπως λέει μια βέλγικη παροιμία «από το φρούτο ξεχωρίζεις το δέντρο».