του Γιώργου Φάκου
Ο άνθρωπος, από τότε που εμφανίστηκε πάνω στη Γη, πίστευε σ’ ένα ανώτερο Ον. Όλοι οι πολιτισμοί πιστεύουν ότι ο κόσμος και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από αυτό και δεν έχει σημασία αν το ονομάζουν Θεό, Αλλάχ, ή Μεγάλο Πνεύμα όπως οι ερυθρόδερμοι της Αμερικής.
Ο Γερμανός συγγραφέας Τόμας Μαν, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929, είχε πει ότι, «η πίστη σε μια ανώτερη δύναμη, όσο και αν πρόκειται για ψευδαίσθηση, δεν παύει ν’ αποτελεί μια από τις ζωτικές ανάγκες του ανθρώπου».
Ο Κιρίλοφ είχε τονίσει πως, «αν δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται», υπονοώντας ότι αν ο άνθρωπος πάψει να πιστεύει σε μια ανώτερη πνευματική δύναμη τότε η ζωή του θα περιπέσει στο χάος. Θα μεταλλασσόμασταν σε κοινωνίες ζούγκλας όπου μόνο ο δυνατότερος και ο πονηρότερος θα μπορούσαν να επιβιώσουν.
Όλες οι κοινωνίες πρέπει να διακατέχονται από ηθικούς κανόνες για να λειτουργούν σωστά και αποτελεσματικά. Αυτό είναι σωστό αν αναλογιστούμε ότι ακόμη και η δικαιοσύνη, το τελευταίο προπύργιο προστασίας του ανθρώπου από την αδικία, έχει πάψει να προκαλεί εμπιστοσύνη.
Εδώ όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή: Όταν αναφέρομαι σε ηθικούς κανόνες δεν εννοώ τους δογματικούς κανόνες που τα ιερατεία έχουν θεσπίσει ώστε να ελέγχουν και να καθοδηγούν τους πιστούς κατά το δοκούν. Ο δογματισμός είναι το χειρότερο φαινόμενο και η ιστορία έχει να επιδείξει πολλά και αισχρά παραδείγματα φανατισμού και μισαλλοδοξίας που καλλιεργήθηκαν από αυτούς που θέλουν να αυτοπαρουσιάζονται ως οι απεσταλμένοι του Θεού στη Γη.
Είναι γνωστό πως όσοι έβαζαν ζητήματα επαλήθευσης αυτών των δογματικών θεωριών αντιμετώπιζαν τις σκληρότερες ποινές. Στον Μεσαίωνα τους έκαιγαν στη πυρά. Στο όνομα κάποιου θεού χύθηκαν τόνοι αίματος. Το Ισλάμ [σημαίνει υποταγή στο θέλημα του Θεού, όπως αυτό αποκαλύφθηκε στον προφήτη του Μωάμεθ], ακόμη και σήμερα τους καταδικάζει σε φρικτό θάνατο. Οι δικοί μας ιερείς τους καταδίωκαν, τους αφόριζαν όταν κάτι δεν συμφωνούσε με τα δικά τους δεδομένα. Είναι άλλωστε γνωστή η περιπέτεια που υπέστη ο μεγάλος μας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης από τους παπάδες [ευτυχώς όχι όλους]. Αλλά υπάρχουν κι άλλα καταγραμμένα γεγονότα που αποδεικνύουν ότι το ιερατείο μας θέλει να μας υποτάξει στον δικό του δογματικό κώδικα.
Θρησκεία είναι ότι σου επιβάλλει χωρίς να το αποδεικνύει.
Όπως έγραψε ο Γερμανός φιλόσοφος Άρθουρ Σοπενχάουερ, «οι θρησκείες θυμίζουν πυγολαμπίδες που χρειάζονται το σκοτάδι για να λάμψουν».
Διάβασα κάποτε ένα ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1920: “Ένας τύπος, κομματικός γραμματέας, ρωτάει τον παπά του χωριού:
-Πως γίνεται γέροντα κι όποτε χτυπάς την καμπάνα τις Κυριακές γεμίζεις την εκκλησία σου, ενώ εγώ δεν καταφέρνω να φέρω ούτε έναν στη κομματική συνεδρίαση;
Και ο παπάς απαντάει:
-Είναι επειδή εμείς, μολονότι υποσχόμαστε στους ανθρώπους τον Παράδεισο εδώ και 2.000 χρόνια, δεν κάναμε το λάθος να τους το δείξουμε”!
Τα δόγματα γίνονται λατρεία που οδηγούν στο μίσος εναντίον εκείνων που αρνούνται να τα δεχτούν. Καλλιεργούν το φόβο για τη δύναμη του ανώτερου Ον και την τυφλή υποταγή στις προσταγές του. Ο Θεός παρουσιάζεται εκδικητικός και ιδιαίτερα σκληρός απέναντι σε αυτούς που υπέπεσαν σε λάθη σύμφωνα πάντα με τα δικά του μέτρα και σταθμά.
Ο Καζαντζάκης κυνηγήθηκε ανελέητα από την Ορθοδοξία και τον Καθολικισμό επειδή τόλμησε να παρουσιάσει μια διαφορετική εικόνα του Χριστού, μέσα από τους συμβολισμούς του, μια εικόνα που πλησιάζει πολύ περισσότερο τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή. Σιγά-σιγά, οι θρησκείες θα χάνουν όλο και περισσότερο την επιρροή τους πάνω στους ανθρώπους και θα έρθει η εποχή που θα ξεπεραστούν για πάντα, αν ο θεολογικός λόγος δεν ανανεωθεί, δεν παρακολουθεί στενά τους νέους εκφραστικούς τρόπους και τις νέες ιδέες. .
Έγραψε ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος: «Υποτελείς είναι όσοι υποτάσσονται στο δόγμα. Καμιά δουλοπρέπεια δεν συγκρίνεται με αυτή που απορρέει από την υποδούλωση του πνεύματος».
Ακόμη και σήμερα η αφοσίωση στον δογματισμό προκαλεί πληθώρα αντιδράσεων. Ποιος δεν θυμάται τους «πιστούς να προπηλακίζουν την είσοδο θεάτρου λόγω μιας παράστασης που την θεώρησαν προσβολή στην Ορθοδοξία, ή παλιότερα το κάψιμο των βιβλίων; Ποιος δεν νιώθει αηδία για τα εγκλήματα που διαπράττουν σήμερα οι τζιχαντιστές στο όνομα του δικού τους θεού;
Πριν μερικά χρόνια χρόνο με αποτροπιασμό παρακολουθήσαμε τα εγκλήματα που συνέβησαν στο Παρίσι όταν φανατικοί Μουσουλμάνοι εκτέλεσαν εν ψυχρώ τους σκιτσογράφους ενός σατυρικού περιοδικού [συνολικά δώδεκα νεκροί και είκοσι τραυματίες], λόγω της επανειλημμένης σάτιρας του Μωάμεθ. Πράξη αναμφισβήτητα κατακριτέα. Εδώ όμως προκύπτει ένα μεγάλο ζήτημα με το οποίο κανείς δεν ασχολήθηκε: Πόσο ηθικό είναι να σατιρίζεις τους προφήτες ή τα σύμβολα μιας θρησκείας; Πως θα ένιωθαν οι χριστιανοί εάν οι δικοί τους άγιοι ή ακόμη και ο ίδιος ο Χριστός έπεφταν θύματα σάτιρας; Οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι δέχονται καταπίεση, εκμετάλλευση και δυσφήμιση της θρησκείας τους από την Δύση, γι’ αυτό και οι επιθέσεις τους όχι μόνο θα συνεχιστούν σε ολόκληρο τον κόσμο αλλά θα γίνονται περισσότερο βίαιες.
Αξίζει να σημειώσουμε πως ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία με τους περισσότερους πιστούς που ανέρχονται λίγο πάνω από τα στα δύο δισεκατομμύρια. Ακολουθεί το Ισλάμ με πάνω από ένα δισεκατομμύριο πιστούς, τρίτοι είναι οι άθεοι, οι ουμανιστές, οι αγνωστικιστές και οι ορθολογικοί, στη τέταρτη θέση ο ινδουισμός με περίπου εννιακόσια εκατομμύρια πιστούς. Ακολουθούν άλλες δεκαεννέα θρησκείες, οι οποίες κάθε μία από αυτή υποστηρίζει ότι έχει βρει τον δρόμο για την αληθινή ανθρώπινη ευτυχία.
Όπου όμως αρχίζει η πίστη σταματάει η λογική. Όταν κάποιος θεωρεί τον δικό του Θεό σημαντικότερο και τον μόνο αληθινό υπάρχουν ολέθριες συνέπειες. Ένα από τα υπέροχα κείμενα του Βραζιλιάνου συγγραφέα Πάολο Κοέλιο αναφέρει ότι ο διάβολος μαζί με τους φίλους του, καθώς συζητούσαν, είδαν έναν άνθρωπο να σκύβει και να παίρνει κάτι από το έδαφος. Οι φίλοι του διαβόλου αναστατώθηκαν μήπως κι αυτό που βρήκε ήταν ένα κομμάτι της αλήθειας που θα μπορούσε να σώσει την ψυχή του. Ο διάβολος όμως έμενε ατάραχος και όταν τον ρώτησαν γιατί δεν ανησυχεί μαζί τους, τους απάντησε ότι με αυτό το κομμάτι θα ιδρύσει μια νέα θρησκεία και θα καταφέρει να απομακρύνει περισσότερους ανθρώπους από την ολοκληρωτική αλήθεια.
«Η πεποίθηση ότι οι θρησκείες των αλλοδόξων είναι ψεύτικες, με κάνει να υποψιάζομαι ότι ίσως και η δική μου θρησκεία να είναι ψεύτικη τελικά…»
Στη “Ψυχολογία των Μαζών”, ο Γκυστάβ λε Μπον [1841-1931], γράφει:
“Οι θεμελιωτές θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων δεν τις θεμελίωσαν παρά επειδή ήξεραν να επιβάλλουν στις μάζες αυτά τα αισθήματα θρησκευτικού φανατισμού, που κάνουν να βρίσκει ο άνθρωπος την ευτυχία του στη λατρεία και τον σπρώχνουν να θυσιάσει τη ζωή του για το είδωλό του”.