Δεν είναι τα λόγια που ειπώθηκαν που βαραίνουν.
Είναι εκείνα που έμειναν πίσω – άφωνα, σφιγμένα στο λαιμό, θαμμένα βαθιά μέσα στην ψυχή.
Ό,τι δεν είπαμε, μεγάλωσε μέσα μας. Έγινε σιωπή με σχήμα – άηχος ήχος, ίσκιος στο βλέμμα.
Θυμάμαι εκείνες τις φορές που ήθελα να φωνάξω, αλλά αρκέστηκα μονάχα σε ένα νεύμα.
Εκείνες τις φορές που ήθελα να σου πω “σε συγχωρώ”, αλλά φοβήθηκα πως θα φανώ αδύναμος. Και τις άλλες, που ήθελα να φωνάξω “σε χρειάζομαι”, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα. Τις κατάπια σαν να ήταν ντροπή.
Ζούμε ζωές με λέξεις που ποτέ δεν ειπώθηκαν. Κι αν μαζεύαμε όλες εκείνες τις στιγμές που σωπάσαμε ενώ δεν έπρεπε, θα χτίζαμε μια άλλη, ολόκληρη ζωή. Μια ζωή που χάθηκε, σιωπηλά. Ίσως φοβηθήκαμε να φανούμε ευάλωτοι. Ίσως νομίσαμε πως ο χρόνος θα μιλήσει για εμάς. Μα ο χρόνος έφυγε… χωρίς να πει τίποτα.
Στο διάβα της ζωής συναντάμε πρόσωπα που ποτέ δεν έμαθαν τι σήμαιναν για εμάς. Γιατί ντραπήκαμε να το πούμε. Συγγνώμες που δεν δόθηκαν κι ευχαριστίες που ποτέ δεν ειπώθηκαν. Αγάπες που δεν ομολογήθηκαν κι έγιναν αλμύρες στο στόμα μας.
Κι όμως… δεν χάθηκαν όλα.
Το μυαλό θυμάται. Το σώμα. Οι σιωπές έμειναν στις χειρονομίες, σε ένα βλέμμα, σε ένα τρεμόπαιγμα φωνής.
Ίσως γράφω τώρα γι’ αυτά.
Για να ειπωθούν – έστω και αργά – όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Σε συγχωρώ.
Σε ευχαριστώ.
Σε αγαπώ.
Έτσι, απλά, χωρίς περισσότερες εξηγήσεις. Δεν είναι αργά. Γιατί η καρδιά γράφει πάντα σε χρόνο παρόντα, ακόμα και όταν το στόμα σωπαίνει. Και ποιος γνωρίζει, στ’ αλήθεια, τι ξημερώνει στη ζωή κάθε ανθρώπου; Κοιμόμαστε και ξυπνάμε θεωρώντας δεδομένο ότι θα ζούμε και την επόμενη ημέρα. Χωρίς να φανταζόμαστε τα παιχνίδια που παίζει ο χρόνος, τον οποίο αφήνουμε να κυλάει άσκοπα λες και είμαστε αθάνατοι. Λες και έχουμε όλο τον χρόνο που χρειάζεται για να ζήσουμε, να πούμε, να αγκαλιάσουμε. Λες και υπάρχει άπειρος χρόνος για όλα όσα ποθήσαμε κι όλα όσα δεν τολμήσαμε.
“Η αβεβαιότητα της ύπαρξης είναι η παγίδα που καθηλώνει τον άνθρωπο”, έγραψε κάποτε ένας μπλόγκερ στο διαδίκτυο. Και δεν είχε άδικο. Κι αν το παρελθόν δεν αλλάζει, ίσως μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που τον κουβαλάμε. Να το κοιτάξουμε με κατανόηση και όχι με ενοχή. Γιατί, καμιά φορά, η σιωπή δεν είναι αδυναμία – είναι ένας άλλος τρόπος να λέμε όσα δεν βρίσκουν οι λέξεις. Και το να γράφουμε, είναι ίσως ο τρόπος της ψυχής να θεραπεύει όσα έμειναν άρρητα.
ΓΦ





