Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν.
Οι βιτρίνες φωτίζονται, τα σπίτια στολίζονται, οι λέξεις «αγάπη» και «ελπίδα» επαναλαμβάνονται σχεδόν μηχανικά.
Κι όμως, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, κάτι μοιάζει να βαραίνει περισσότερο από το συνηθισμένο. Σαν να υπάρχει μια σιωπή πίσω από τα λαμπιόνια. Μια αλήθεια που δεν χωρά στα εορταστικά μηνύματα.
Για πολλούς, τα Χριστούγεννα δεν είναι γιορτή. Είναι υπενθύμιση απουσιών. Είναι άδειες καρέκλες στο τραπέζι, οικονομική ασφυξία, μοναξιά, ανασφάλεια για το αύριο. Είναι άνθρωποι που παλεύουν να επιβιώσουν σε μια κοινωνία που γιορτάζει, αλλά δεν τους βλέπει.
Η εποχή μάς καλεί να καταναλώσουμε, όχι να στοχαστούμε.
Να αγοράσουμε δώρα, όχι να δώσουμε χρόνο.
Να δείξουμε χαρά, όχι κατανόηση.
Κι όμως, το βαθύτερο νόημα των Χριστουγέννων –είτε το δει κανείς θρησκευτικά είτε ανθρώπινα– δεν έχει σχέση με την υπερβολή. Έχει σχέση με τη συνάντηση. Με τον άλλον. Με τον αδύναμο. Με εκείνον που δεν έχει φωνή.
Σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο κυνικός, τα Χριστούγεννα θα έπρεπε να είναι μια στάση. Όχι μια απόδραση. Μια στιγμή αυτοκριτικής: τι κοινωνία χτίζουμε; Ποιους αφήνουμε πίσω; Ποια είναι η ευθύνη μας, όχι μόνο ως πολίτες αλλά ως άνθρωποι;
Ίσως το μεγαλύτερο δώρο φέτος να μην είναι κάτι τυλιγμένο σε χαρτί. Ίσως να είναι μια πράξη κατανόησης, μια σιωπηλή αλληλεγγύη, ένα «είμαι εδώ» που δεν θα φωτογραφηθεί ούτε θα αναρτηθεί στα κοινωνικά δίκτυα.
Τα Χριστούγεννα δεν χρειάζονται περισσότερα φώτα. Χρειάζονται περισσότερο φως. Και αυτό δεν το προσφέρουν τα στολίδια, αλλά οι άνθρωποι όταν θυμούνται ότι η ανθρωπιά δεν είναι εποχιακή. Είναι καθημερινή πράξη.
Ας τολμήσουμε, λοιπόν, φέτος, να γιορτάσουμε πιο αθόρυβα. Πιο ουσιαστικά. Πιο ανθρώπινα.





