Στους διαδρόμους των δημόσιων νοσοκομείων, εκεί όπου ο πόνος δεν βρίσκει ούτε καν κρεβάτι για να ξαπλώσει, η αξιοπρέπεια δοκιμάζεται καθημερινά. Ράντζα στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ασθενείς που περιμένουν ώρες –ή και μέρες– για μια κλίνη, συγγενείς που αγωνιούν όρθιοι, γιατροί και νοσηλευτές που τρέχουν εξαντλημένοι. Αυτή είναι η εικόνα ενός συστήματος υγείας που στενάζει, και μαζί του στενάζουν οι πολίτες.
Το φαινόμενο των ράντζων δεν είναι ούτε καινούργιο ούτε περιστασιακό. Είναι η ορατή κορυφή ενός βαθύτερου προβλήματος: της χρόνιας υποχρηματοδότησης, της έλλειψης προσωπικού, της απουσίας σοβαρού σχεδιασμού. Κάθε χειμώνα, κάθε περίοδο αυξημένων εισαγωγών, το ίδιο έργο επαναλαμβάνεται. Και κάθε φορά συνοδεύεται από τις ίδιες δικαιολογίες. Πίσω από τους αριθμούς, όμως, υπάρχουν άνθρωποι.
Ηλικιωμένοι που περνούν τη νύχτα σε έναν στενό διάδρομο, χωρίς ιδιωτικότητα. Ασθενείς που χρειάζονται φροντίδα και ησυχία, αλλά ακούν συνεχώς φορεία να περνούν και φωνές να καλούν βοήθεια. Άνθρωποι που νιώθουν πως το κράτος τους εγκατέλειψε τη στιγμή που το χρειάστηκαν περισσότερο.
Οι υγειονομικοί δεν είναι αντίπαλοι σε αυτή την εικόνα. Eίναι τα πρώτα θύματα. Με εξαντλητικά ωράρια, ελλείψεις σε βασικό εξοπλισμό και μισθούς που δεν ανταποκρίνονται στην ευθύνη τους, καλούνται να κρατήσουν όρθιο ένα σύστημα που λειτουργεί στα όριά του. Η αυταπάρνησή τους δεν μπορεί να υποκαθιστά επ’ αόριστον την πολιτική ευθύνη.
Η υγεία δεν είναι προνόμιο. Είναι δικαίωμα. Και η εικόνα των ράντζων δεν προσβάλλει μόνο τους ασθενείς, αλλά συνολικά την κοινωνία. Γιατί ένα κράτος κρίνεται από το πώς φροντίζει τους πιο αδύναμους, όχι από τα δελτία τύπου και τις εξαγγελίες.
Όσο οι διάδρομοι θα γεμίζουν ράντζα, τόσο θα αδειάζει η εμπιστοσύνη των πολιτών. Και αυτή η απώλεια είναι ίσως η πιο επικίνδυνη επιπλοκή απ’ όλες.

ΥΓ: Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου στην Πάτρα





