Ρίτσαρντ Γκότ: O θρυλικός δημοσιογράφος του Guardian που από φίλος του Τσε Γκεβάρα έγινε πράκτορας της KGB

Ο δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Γκοτ συντάραξε την Αγγλία με τα άρθρα του, αλλά και τις σχέσεις του με τους Σοβιετικούς.

 

 

Στις 2 Νοεμβρίου, σε ηλικία 87 ετών, έφυγε από τη ζωή, ο Ρίτσαρντ Γκοτ. Υπήρξε ένας από τους πιο επιφανείς αρθρογράφους του Guardian και βρέθηκε στο επίκεντρο – πέρα από τα συχνά φλογερά Αριστερά άρθρα του – και για την αποκάλυψη, το 1994, πως υπήρξε συνεργάτης της KGB. Μετά τις αποκαλύψεις αποχώρησε οριστικά από την εφημερίδα.

 

 

Ο Γκοτ αρνήθηκε τις κατηγορίες, χαρακτηρίζοντάς τες ως μια «παράλογη αναβίωση του μακαρθισμού της δεκαετίας του 1950». Ωστόσο, στην επιστολή παραίτησής του, παραδέχτηκε πως είχε δεχτεί ταξίδια πληρωμένα από τους Σοβιετικούς σε Βιέννη, Αθήνα και Λευκωσία. Αναγνώρισε πως είχε λάβει χρήματα από τους Σοβιετικούς «μόνο για κάποια έξοδα κίνησης».

 

 

Ο φίλος και συνάδελφός του, Τζον Γκίτινγκς —πρώην αρθρογράφος ηγετικών άρθρων για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικός στην Κίνα— σχολίασε ότι πολλοί δημοσιογράφοι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είχαν προσεγγιστεί από πράκτορες Σοβιετικούς, Βρετανούς και Αμερικανούς.

 

 

«Το αντιμετώπισε αρκετά χαλαρά», είπε. «Ίσως υπερβολικά χαλαρά. Οι συμπάθειές του ήταν πάντα με τους επαναστάτες, όχι με καθεστώτα – είτε δυτικά είτε σοβιετικά». Ο Γκίτινγκς τον περιέγραψε ως γοητευτικό και πνευματώδη, «αφοσιωμένο στην υπόθεση των λαών, ιδιαίτερα των λαών της Λατινικής Αμερικής». Ο Γκοτ έγραφε συχνά κατά των δυτικών πολιτικών, καταγγέλλοντας τις ΗΠΑ και κατακεραυνώνοντας τη Θάτσερ, ουδέποτε κατάφερε να τους μεταφέρει κάποιο κρατικό μυστικό.

 

 

Σε κάθε εστία κρίσης – και ήταν πολλές την περίοδο του ψυχρού πολέμου – ο Γκοτ κινούταν σε αντίθετη κατεύθυνση από την κυρίαρχη δυτική αντίληψη. Όμως το γεγονός το οποίο τον σημάδεψε ήταν η παρουσία του στη Βολιβία, όταν ο Τσε Γκεβάρα σκοτώθηκε το 1967. Ο Γκοτ ήταν εκείνος που έκανε την επίσημη ταυτοποίηση του σώματος του Γκεβάρα – ένας από τους μόλις δύο ανθρώπους παρόντες που τον είχαν γνωρίσει.

 

 

Η ιστορία του Γκοτ

 

 

Ο Ρίτσαρντ Γουίλομπι Γκοτ γεννήθηκε το 1938. Γόνος εύπορης οικογένειας σπούδασε στο Κολέγιο του Ουίντσεστερ και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου άρχισαν να φαίνονται οι πολιτικές του τάσεις, αποκτώντας το παρατσούκλι «Gott the Trot» (δηλαδή «Γκοτ ο Τροτσκιστής»). Το 1962, ο Γκοτ άρχισε να εργάζεται στο Chatham House, το think-tank διεθνών σχέσεων του Λονδίνου. Αυτό του άνοιξε τις πόρτες της διπλωματικής κοινωνίας και το 1964, στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης στο Λονδίνο, του έγινε η πρόταση να γίνει πληροφοριοδότης των Σοβιετικών.

 

 

Όταν η υπόθεση αποκαλύφθηκε, ο Γκοτ ισχυρίστηκε ότι λάμβανε μόνο έξοδα μετακίνησης. Στοιχεία της έρευνας ανέφεραν πως οι Σοβιετικοί του έδιναν τακτικά δεσμίδες 300 λιρών ή και περισσότερα. Αφού έφυγε από το Chatham House, εντάχθηκε στην Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND). Η καριέρα στον Guardian ξεκίνησε το 1964 και περιλάμβανε θέσεις ως ανταποκριτής εξωτερικού, αρθρογράφος κεντρικών κειμένων, αρχισυντάκτης και λογοτεχνικός συντάκτης. Το 1966 εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να κατέβει υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές του Χαλ Νορθ ως ανεξάρτητος. Έλαβε λίγους ψήφους και δεν εκλέχθηκε.

 

 

Όμως από την προεκλογική του εκστρατεία έμεινε μια φωτογραφία του σε τηλεφωνικό θάλαμο, με τον ίδιο να φοράει ένα ρωσικό σκούφο (κεντρική φωτογραφία). Ο Γκοτ μετακόμισε στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Χιλής. Από εκεί συνέχισε να γράφει για τη Guardian και εξέδωσε το βιβλίο Guerrilla Movements in Latin America, που εξηγούσε και τη φιλία του με τον Γκεβάρα, τον οποίο είχε γνωρίσει για πρώτη φορά το 1963 στη σοβιετική πρεσβεία στην Αβάνα.

 

 

Υπήρξε επίσης συγγραφέας κι άλλων βιβλίων, ανάμεσά τους το Cuba: A New History (2004), που θεωρείται αυθεντική πηγή για την ιστορία της Κούβας. Στα 20 του, λίγο μετά την αποφοίτησή του, συν-έγραψε με τον ιστορικό Μάρτιν Γκίλμπερτ (μετέπειτα επίσημο βιογράφο του Τσόρτσιλ) το μπεστ σέλερ The Appeasers. Μετά τον θάνατο του Γκεβάρα, ο Γκοτ παρέμεινε στη Βολιβία «ερευνώντας τον ρόλο» μιας άλλης μαρξιστικής ομάδας ανταρτών. Τελικά, η κυβέρνηση της Βολιβίας τον συνέλαβε ως κομμουνιστή και τον απέλασε.

 

 

Ο Γκοτ κάλυψε επίσης τον Πόλεμο των Φώκλαντς και τον Πόλεμο του Βιετνάμ, πάντα με τον δικό του αιχμηρό αντιδυτικό τόνο, πριν αναλάβει τη θέση του ξένου συντάκτη στην εφημερίδα Tanzania Standard με αποστολή να τη ριζοσπαστικοποιήσει. Ο πρόεδρος της Τανζανίας, Τζούλιους Νιερέρε, τελικά εγκατέλειψε το εγχείρημα και ο Γκοτ επέστρεψε στο Λονδίνο ως ανταποκριτής του New Statesman για τον τρίτο κόσμο. Μία από τις πιο σημαντικές συνεισφορές του στον Guardian ήταν επίσης η δημιουργία της σελίδας Agenda, μιας εβδομαδιαίας στήλης σχολίων και απόψεων κάθε Δευτέρα. «Μου άρεσε να δίνω βήμα και σε φωνές εκτός του συνηθισμένου φάσματος της εφημερίδας – υπήρχαν μέρες που δημοσιεύαμε άρθρα τόσο του Ε.Π. Τόμσον όσο και του Ίνοκ Πάουελ. Οι κεντρώοι εξοργίζονταν», είχε γράψει ο Γκοτ.

 

 

Η αποκάλυψη της σχέσης με την KGB

 

 

Η ιστορία της σχέσης του Γκοτ με την KGB αποκαλύφθηκε από τον δημοσιογράφο Άλστερ Πάλμερ στο περιοδικό The Spectator, ύστερα από πληροφορίες που του έδωσε ο σοβιετικός αποστάτης Όλεγκ Γκορντιέφσκι, πρώην συνταγματάρχης της KGB. Η αποκάλυψη προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων – υπέρ και κατά – του Γκοτ. Το BBC χαρακτήρισε το Spectator «δεξιό περιοδικό». Ο αείμνηστος Πίτερ Πρέστον, τότε διευθυντής της Guardian και παλιός φίλος του Γκοτ, αποκάλεσε το ρεπορτάζ «γλοιώδες» και με «έναν σχεδόν φανερό δόλο».

 

 

Ισχυρίστηκε ότι το Spectator ενεργούσε κατ’ εντολήν του Συντηρητικού υπουργού Τζόναθαν Έιτκεν. Από την πλευρά του, ο διευθυντής του Spectator, Ντόμινικ Λόουσον, υποστήριξε πως η Αριστερά «κατέστρεψε ολοκληρωτικά το ηθικό της δικαίωμα να επικρίνει στο μέλλον τη διαφθορά που υποτίθεται πως απεχθάνεται». Αναφερόμενος στην παραίτησή του από τον Guardian ο Γκοτ επέμεινε πως είχε κατηγορηθεί άδικα, φέρνοντας ως παράδειγμα τον πρώην ηγέτη των Εργατικών, Μάικλ Φουτ, ο οποίος είχε μηνύσει με επιτυχία τη Sunday Times για παρόμοια κατηγορία. «Μεγάλωσα με την ιδέα πως οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να καταφεύγουν σε αγωγές», είχε πει. «Ο Μάικλ είχε διαφορετική άποψη, μήνυσε και δικαιώθηκε».

 

 

Ακόμη και μετά την αποκάλυψη της υπόθεση με την KGB συνέχισε να υποστηρίζει τις θέσεις του και να γράφει από την ίδια σκοπιά για τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ο Ίαν Μέις, ιστορικός του Guardian, ο οποίος κατέγραψε την υπόθεση παραίτησης του Γκοτ στο βιβλίο του Witness In a Time of Turmoil, ανέφερε πως ο Γκοτ παραιτήθηκε επειδή δεν είχε ενημερώσει τον τότε αρχισυντάκτη Πίτερ Πρέστον για τις επαφές του με πράκτορες της KGB —τις οποίες ο ίδιος θεωρούσε ακίνδυνες και χρήσιμες για τη δουλειά του. «Αργότερα πίστεψε ότι η παραίτησή του ήταν πρόωρη και λανθασμένη», είπε ο Μέις. «Πολλοί συνάδελφοί του συμφώνησαν.

 

 

Η παραίτησή του είχε προκαλέσει κύμα διαμαρτυριών από αναγνώστες που εκτιμούσαν την αδέσμευτη φωνή του και τον καθαρό του λόγο. Ήταν η βαθιά του γνώση για τη Λατινική Αμερική που έκανε τον Πρέστον να τον αποκαλεί “El Gotto”». Ο Άλαν Ράσμπριτζερ, διευθυντής του Guardian την περίοδο 1995-2015, τον χαρακτήρισε ως «μία πραγματικά σημαίνουσα μορφή στην ιστορία της εφημερίδας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα». «Ήταν εξαιρετικά ευφυής και με ακόρεστο ενδιαφέρον για την πολιτική, εντός και εκτός Βρετανίας. Διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός για τη Νότια Αμερική και κατά καιρούς ένας παιχνιδιάρικος αρχισυντάκτης χαρακτηριστικών».

 

 

Ο Ρίτσαρντ Νόρτον-Τέιλορ, πρώην ανταποκριτής άμυνας του Guardian, ανέφερε ότι ο Γκοτ υπήρξε «σταθερός και ευχάριστα δύσπιστος δημοσιογράφος, που δεν φοβόταν να προκαλεί». «Η αμφισβήτησή του απέναντι στο κατεστημένο ήταν απαραίτητη σε κάθε συντακτική σύσκεψη», πρόσθεσε. «Ως αρχισυντάκτης χαρακτηριστικών, ενθάρρυνε άρθρα που άνοιγαν τον διάλογο – ακόμα και για θέματα που σπανίως εμφανίζονταν αλλού».

 

 

www.ieidiseis.gr

Διαβάστε Επίσης

Δείτε το κανάλι μας...