Δεν εμφανίστηκαν. Ούτε ένας από τους 40. Αυτούς που συνυπέγραψαν επιστολή διαμαρτυρίας καταγγέλλοντας εγκατάλειψη των Λεχαινών, ζητώντας εξηγήσεις, απαιτώντας –υποτίθεται– διάλογο.
Κι όμως, όταν ο δήμαρχος Γιάννης Λέντζας και η πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Βάσω Σωτηροπούλου άνοιξαν δημόσια την πόρτα για συζήτηση, ενημέρωση και αντιπαράθεση με επιχειρήματα, οι υπογράφοντες επέλεξαν τη σιωπή και την απουσία.
Το να διαμαρτύρεσαι είναι δικαίωμα. Το να στέκεσαι μπροστά στην ευθύνη του δημόσιου λόγου, είναι υποχρέωση.
Οι 40 διάλεξαν τον εύκολο δρόμο: αυτόν της επιστολής χωρίς συνέχεια. Γιατί όταν έφτασε η στιγμή να πουν, να ρωτήσουν, να αμφισβητήσουν πρόσωπο με πρόσωπο, εξαφανίστηκαν. Η απουσία τους δεν είναι απλώς απογοητευτική – είναι πολιτικά θλιβερή. Και εκθέτει όσους προσπαθούν να εμφανιστούν ως «φωνή του λαού» χωρίς να έχουν το θάρρος της παρουσίας.
Όσο για την αντιπολίτευση του Δήμου Ανδραβίδας-Κυλλήνης, συνεχίζει να κινείται μεταξύ παλαιοκομματικής αντίληψης και ευκαιριακού αντιπολιτευτισμού. Όχι μόνο δεν διαχώρισε τη θέση της από την άρνηση διαλόγου των 40, αλλά επιδόθηκε –για άλλη μια φορά– σε στείρα καταγγελτική ρητορική, με αποκορύφωμα τη φραστική σύγκρουση Χατζηπανταζή-Λέντζα, που κατέληξε σε χαρακτηρισμούς, αλλά χωρίς κανένα πολιτικό αποτέλεσμα.
Ο δήμος δεν έχει ανάγκη από «βαποράκια» της δυσαρέσκειας ούτε από σκιώδεις μεσολαβητές που μιλούν για τους πολίτες χωρίς να τους φέρνουν μπροστά. Έχει ανάγκη από καθαρές κουβέντες, ανοιχτές αντιπαραθέσεις και, κυρίως, υπεύθυνη στάση.
Όποιος διαλέγει τη διαμαρτυρία, πρέπει να έχει και το ανάστημα να τη στηρίξει δημόσια.
Οι υπόλοιποι, απλώς γράφουν γράμματα.