Η Μεγάλη Πέμπτη είναι η πιο κατανυκτική από τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας· μια μέρα που η σιωπή αρχίζει να βαθαίνει και ο χρόνος παύει να κυλά όπως συνήθως. Είναι η μέρα του Μυστικού Δείπνου, της ταπείνωσης, της προδοσίας, αλλά και της απέραντης αγάπης. Το πρωί τελείται η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου με τη θεσμοθέτηση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Εκεί, στην υπέρτατη πράξη αγάπης, ο Χριστός δίνει τον εαυτό Του στους μαθητές Του — προσφέρει ψωμί και κρασί ως σώμα και αίμα, εν είδει παρακαταθήκης αιώνιας. Δεν υπάρχει λόγος μεγαλύτερης αγάπης από αυτόν: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Το βράδυ, στον Όρθρο της Μεγάλης Παρασκευής, ψάλλονται τα Δώδεκα Ευαγγέλια του Πάθους. Ένα προς ένα αποκαλύπτουν τον δρόμο του Ιησού προς τον σταυρό, τον πόνο Του, την εγκατάλειψη, αλλά και την εσωτερική Του σταθερότητα. Ο ήχος της καμπάνας γίνεται βαρύς και ο ναός σκοτεινιάζει.
Στο κέντρο, υψώνεται ο Εσταυρωμένος. Οι πιστοί γονατίζουν. Δεν είναι πια μια απλή αφήγηση· είναι μετοχή στο Πάθος. Είναι η μέρα που ο Ιησούς έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, δείχνοντας πως η εξουσία σημαίνει διακονία, πως το μεγαλείο είναι στην ταπείνωση. Κι ύστερα, στο τραπέζι, ανάμεσα στο κρασί και το ψωμί, χωρούν όλα: η αγάπη του Ιωάννη, η θλίψη του Πέτρου, η προδοσία του Ιούδα. Η Μεγάλη Πέμπτη είναι, βαθιά μέσα της, ένα σημείο μετάβασης.
Από τον Δείπνο στην αγωνία του Κήπου. Από τα φώτα του πάνω δωματίου στο σκοτάδι του Γολγοθά. Από την κοινότητα στην εγκατάλειψη. Από την ανθρώπινη ελπίδα, στη θεϊκή σιωπή. Κι όμως, μέσα στην καταιγίδα των γεγονότων, φωλιάζει το φως. Γιατί η Μεγάλη Πέμπτη δεν είναι μόνο ο πόνος του αποχωρισμού. Είναι και το πρώτο άγγιγμα της Ανάστασης, εκείνο που φανερώνεται μόνο σε εκείνους που μένουν ξάγρυπνοι στην προσευχή.
Σήμερα έσκυψε ο Θεός
και έπλυνε τα πόδια των ανθρώπων.
Με νερό και σιωπή
ξέπλυνε την περηφάνια του κόσμου.
Το τραπέζι στρώθηκε με ψωμί και τρόμο,
το κρασί έσταξε βουβά
σαν το πρώτο δάκρυ του Πάθους.
Κι οι μαθητές, μισοί παιδιά, μισοί προδότες,
δεν κατάλαβαν ακόμα.
Ο ίσκιος του Σταυρού
κρύφτηκε πίσω από το ποτήρι.
Ο Ιούδας φίλησε
με το στόμα που είχε ψιθυρίσει προσευχές.
Ο Πέτρος ετοιμαζόταν να πει
πως δεν τον ήξερε ποτέ.
Κι ο Χριστός,
καθώς έσπαγε τον άρτο,
μοίραζε όχι μόνο σώμα —
μοίραζε ελπίδα
σε αυτούς που θα Τον ξεχνούσαν.
Τη νύχτα αυτή,
το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τον εαυτό του.
Οι καμπάνες δεν χτυπούν.
Μόνο η καρδιά —
αργά, βαριά, σαν ανάσα στο σκοτάδι.
Γιατί ο πόνος αρχίζει απόψε,
όχι σαν θρήνος,
μα σαν υπόσχεση
πως τίποτα αληθινό
δεν πεθαίνει για πάντα.