Υπάρχει ένα όμορφο παραμύθι που αναφέρεται στην αξία των ηλικιωμένων.
Σε μια χώρα της Ανατολής ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι πολύ ευτυχισμένοι. Βασίλευε η σοφία και η αρετή, καθώς και ο πλούτος. Όλοι οι νεώτεροι σέβονταν τους γέροντες και όλοι οι γέροντες εκτιμούσαν τους νεότερους. Η γη ήταν εύφορη δίνοντας πολλά αγαθά και όλοι ήταν χαρούμενοι. ‘Ετσι, πέρασαν πολλά χρόνια… Μέσα ακριβώς σε αυτή την ευτυχία ξέχασε η νέα γενιά ότι ο σεβασμός προς τους γεροντότερους είναι καθήκον. Έτσι, μεθυσμένοι από τα καλά τους, μαζεύτηκαν μια μέρα όλοι οι νέοι και άρχισαν να λένε: “Έχουμε πολλούς γέρους πάνω από εκατό χρονών, τι τους θέλουμε; Για τίποτε δεν κάνουν. Δεν δουλεύουν σαν κι εμάς που όλη μέρα τσακιζόμαστε στη δουλειά για να ζήσουμε αυτούς και τις οικογένειές μας, Να τους διώξουμε, λοιπόν. Να φύγουν από την πόλη μας, να πάνε αλλού να ζήσουν. Σε μας είναι άχρηστοι”.
“Ναι, ναι, να φύγουν, να τους διώξουμε”, συμφώνησαν όλοι οι νέοι.
“Σταθείτε, τι λέτε;” φώναξε ένας. “Χωρίς γέροντες δεν θα μπορούμε να ζήσουμε. Ποιος θα λέει παραμύθια σε μας και στα παιδιά μας; Ποιος θα μας συμβουλεύει τι θα κάνουμε; Οι γέροντες είναι πιο χρήσιμοι από εμάς τους ίδιους. Έχουνε δει, έχουν ακούσει κι έχουν πάθει πολλά στη ζωή τους. Και τα παθήματα είναι μαθήματα. Θα μας λένε πως να μη πάθουμε κι εμείς τα ίδια. Πως θα σκεφτόμαστε σωστά και μυαλωμένα αν τους διώξουμε; Πρέπει να τους σεβαστούμε. Παρά το ότι ο τόπος μας είναι πλούσιος, τράβηξαν πολλά βάσανα να μας μεγαλώσουν, να μας ντύσουν, να μας μάθουν γράμματα. Όποιος δεν σέβεται τους γέροντες, δε σέβεται τον εαυτό του…”
Αυτά είπε μα η φωνή χάθηκε στις τόσες φωνές των άλλων. Κανένας δεν τον άκουσε κι έγινε ότι έλεγαν οι άλλοι. Πίεσαν τον άρχοντα του τόπου και έβγαλε νόμο που έλεγε ότι έπρεπε να φύγουν όλοι οι γέροντες που ήταν πάνω από εκατό χρονών. Θα πήγαιναν όπου ήθελαν, αρκεί να έφευγαν από εκεί. Μαζί με όλους τους γέροντες έδιωξαν και τον παππού του νέου που φώναζε την αντίθεσή του στην απόφαση. Αποχαιρετώντας τον ο εγγονός του φίλησε το χέρι, του έδωσε ένα δισάκι με όλα όσα θα του ήταν απαραίτητα και του είπε: “Παππούλη μου, ο νόμος είναι νόμος και δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Θα φύγεις κι εσύ. Όταν σκοτεινιάσει, όμως, θα κρυφτείς στο ξωκλήσι που είναι έξω από την πόλη μας. Κι εκεί θα με περιμένεις. Θα έρθω το βράδυ κρυφά. Θα σε πάρωω, θα σε φέρω πάλι εδώ και θα σε κρύψω στο σπίτι μας”. Έτσι κι έκανε. Περασμένα μεσάνυχτα πήγε στο ξωκλήσι, βρήκε τον παππού του να τον περιμένει και στα κρυφά τον έφερε και τον έκρυψε σπίτι τους. Και δεν είπε σε κανέναν τίποτε.
Από τη μέρα που έφυγαν οι γέροντες στην πολιτεία έπεσε δυστυχία. Ο καθένας έκανε ότι ήθελε αφού δεν είχε κανέναν να τον συμβουλεύσει. Ένας πήγαινε στο χωράφι του κι έσπερνε αλάτι, γιατί έλεγε ότι η θάλασσα ήταν μακριά και πως να κουβαλούσε από εκεί το αλάτι. Άλλος λιμάριζε ότι χρυσαφικό είχε, το έκανε σκόνη και με αυτή την χρυσόσκονη τάιζε τις κότες του επειδή πίστευε ότι θα του γεννούσαν χρυσά αυγά. Κάποιος άλλος πότιζε τα περιστέρα του με γάλα για να του κάνουν του πουλιού το γάλα.
Τα έβλεπε όλα αυτά ο άρχοντας του τόπου και μια ημέρα είπε: “Πάει, διαλύθηκε η πολιτεία μου. Καταστράφηκι και εγώ και αυτοί. Πρέπει να τους κάνω να καταλάβουν τι αξίζουν οι γέροντες που τους έδιωξαν και να τους φέρουν πίσω. Αλλιώτικα χαθήκαμε”.
Έβγαλε λοιπόν κήρυκες που γύριζαν παντού και φώναζαν: “Σταθείτε, λογικευτείτε. Αλλιώς ο άρχοντας θα διατάξει τους στρατιώτες να φέρουν πίσω τους γέροντες για να σας συμβουλεύσουν και για να ξαναπάει η πολιτεία μας καλά όπως παλιότερα”.
Σαν τα άκουσαν αυτά οι κάτοικοι μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι του άρχοντα και είπαν: “Είμαστε καλύτερα μόνοι μας, δίχως τα άχρηστα γερόντια. Κι αν θες να σου το αποδείξουμε, βάλε μας ότι πρόβλημα θέλεις και ως αύριο το πρωί θα το έχουμε λύσει. Αν δεν τα καταφέρουμε τότε φέρνουμε πίσω τους παππούδες για να βρουν εκείνοι τη λύση του”.
Είδε κι απόειδε ο άρχοντας και κάθισε να σκεφτεί. Μετά από λίγο είπε: “Θα γίνει υπουργός μου όποιος μέσα σε εφτά ημέρες θα μπορέσει με κρύο νερό να βράσερι ένα καζάνι αυγά, δίχως καθόλου φωτιά. Σε εφτά μέρες, όχι νωρίτερα ούτε αργότερα”.
Επί εφτά ημέρες ο λαός σκεφτόταν πως θα λύσει το πρόβλημα. Όμως, δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως θα έβραζαν αυγά χωρίς φωτιά.
Την τελευταία ημέρα ο νέος που είχε κρύψει τον παππού του, πήγε και τον ρώτησε: “Πως θα λύσω το αίνιγμα που μας έβαλε ο άρχοντας; Πως θα βράσω αυγά χωρίς φωτιά, μέσα σε κρύο νερό;”
Σκέφτηκε για λίγο ο γέροντας και είπε: “Άκου, θα ρίξεις μέσα στο καζάνι με το κρύο νερό τα αυγά και από πάνω πέτρες ασβέστη, που δεν είναι σβησμένος. Και επειδή ο ασβέστης ‘σβήνει’ κάνει το νερό να βράζει κι έτσι μαζί με το νερό θα βράσουν και τα αυγά, χωρίς φωτιά”.
Φεύγει ο νέος και πάει στον άρχοντα: “Άρχοντά μου, εγώ θα λύσω το πρόβλημα”. Αμέσως μετά πιάνει και ρίχνει μέσα στο καζάνι με το νερό τα αυγά και μεγάλα κομμάτια ασβέστη. Ο ασβέστης μετά από λίγο έκανε το νερό να κοχλάζει κι έτσι τα αυγά έβρασαν.
Θαύμασαν όλοι το κατόρθωμα του νέου και ο άρχοντας κρυφογελώντας είπε: “Το βρήκες και μπράβο σου. Από σήμερα σε κάνω υπουργό μου. Όμως, θα κάνω πρωθυπουργό και διάδοχό μου όποιον μπορέσει, μέχρι το βράδυ, να φτιάξει με έναν σωρό άμμο μια γερή αλυσίδα”.
Μαζεύτηκαν πάλι όλοι κι έσπαγαν το κεφάλι τους για να βρουν τη λύση του νέου προβλήματος. Το παλικάρι όμως πάει πάλι στον παππού του και του είπε το νέο πρόβλημα που έβαλε ο άρχοντας. Γέλασε με την καρδιά του ο γέροντας μόλις άκουσε και του είπε: “Πήγαινε και πες στον άρχοντα πως αναλαμβάνεις να φτιάξεις την αλυσίδα από άμμο αν σου δώσει ένα δείγμα από μια άλλη τέτοια αλυσίδα”.
Αμέσως ο εγγονός πάει στον άρχοντα και του λέει ότι τον συμβούλευσε ο παππούς του. Γέλασε με την καρδιά του ο άρχοντας και του είπε: “Εσύ παιδί μου για να βρεις τη λύση και στα δύο προβλήματα, κάποιον γέροντα έχεις κρύψει και τον συμβουλεύεσαι”.
“Το βρήκες άρχοντά μου”.
“Εύγε παλικάρι μου. Σε κάνω πρωθυπουργό και διάδοχό μου. Γιατί σκέφτεσαι πιο λογικά απ’ όλους τους άλλους που έδιωξαν τους γέροντές τους, ενώ εσύ κράτησες τον δικό σου κοντά σου”.
Όταν τα έμαθαν αυτά και οι άλλοι κάτοικοι της παραμυθένιας πόλης, κατάλαβαν το σφάλμα τους και είπαν: “Πάμε να φέρουμε κι εμείς τους γέροντές μας. Χωρίς αυτούς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα”. Πήγαν, λοιπόν, και τους έφεραν στην πολιτεία. Και από τότε τους πρόσεχαν περισσότερο και από τους εαυτούς τους. Έτσι, έζησαν ευτυχισμένοι, όπως τον παλιό καλό καιρό!