Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και του Δημήτρη Βερβεσσού για την υπόθεση του Απόστολου Λύτρα.
Οι αλλεπάλληλες παρεμβάσεις του Αρείου Πάγου σε βάρος της ανακρίτριας και της εισαγγελέα, που άφησαν ελεύθερο τον δικηγόρο Αποστόλη Λύτρα, γι τον καθ΄ομολογίαν του, άγριο ξυλοδαρμό της συζύγου του, προκάλεσαν την αντίδραση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και του Προέδρου της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας Δημήτρη Βερβεσσού, που εξαπολύουν πυρά κατά της Προέδρου και της Εισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου.
Σε ανακοίνωση τους τα μέλη του ΔΣ της ΕνΔΕ υποστηρίζουν ότι, «η ουσιαστική κρίση δικαστών και εισαγγελέων δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο», ενώ τονίζουν: «Η ανεξαρτησία του δικαστή – ζητούμενο και επιδίωξη μιαςδημοκρατικής πολιτείας – καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδηση του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο». Στο ίδιο μήκος κύματος ο κ. Βερβεσσός τονίζει: «Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του».
Διαβάστε την ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:
«Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος « Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας», ενώ κατά την παράγραφο 2 «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ «Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…», ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή «Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια Ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης».
Άλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ «..δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για την δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων».
Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου.
Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης.
Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο. Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών.
Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ΄ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρόλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα. Η ανεξαρτησία του δικαστή – ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας – καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδηση του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ΄ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε, δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη.
Χριστόφορος Σεβαστίδης, Εφέτης,
Πρόεδρος Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,
Α΄ Αντιπρόεδρος Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης,
Β΄ Αντιπρόεδρος Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης,
Γενικός Γραμματέας Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης,
αν. Γενικός Γραμματέας Μιχαήλ Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,
Υπεύθυνος Διαχείρισης Οικονομικών Ζαχαρίας Παλιούρας, Ειρηνοδίκης, αν.
Υπεύθυνος Διαχείρισης Οικονομικών Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Εκπρόσωπος Τύπου».
Στην ανακοίνωση του ο κ. Βερβεσός αναφέρει: «Η ηγεσία του Αρείου Πάγου, για μια ακόμη φορά, επιχειρεί με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις να αντιμετωπίσει τα ζητήματα, που ανακύπτουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, κάτι που, άλλωστε, έχει πράξει και κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως στις περιπτώσεις «του κινήματος της πετσέτας», των συμβασιούχων, στο έγκλημα των Τεμπών, στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, στην υπόθεση βιασμού ανηλίκου από τον καθ’ ομολογία δολοφόνο της 11χρονης. Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του».