Ζαν-Πολ Σαρτρ: Ο κορυφαίος του υπαρξισμού

Για πολλούς, φράσεις όπως «Η κόλαση είναι οι άλλοι», «Ο άνθρωπος είναι καταδικασµένος να είναι ελεύθερος» και «Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» είναι λίγο-πολύ γνώριµες

 

 

Για πολλούς, φράσεις όπως «Η κόλαση είναι οι άλλοι», «Ο άνθρωπος είναι καταδικασµένος να είναι ελεύθερος» και «Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» είναι λίγο-πολύ γνώριµες. Όπως γνώριµες είναι και οι φωτογραφίες του ανθρώπου που τις είπε, του Ζαν-Πολ Σαρτρ, στην κατάµεστη Σορβόννη τον Μάιο του 1968, σε ομιλία του στους εξεγερµένους φοιτητές. Ο Σαρτρ, κορυφαίος εκπρόσωπος του υπαρξισµού και της φαινοµενολογίας, είναι µία από τις πιο εµβληµατικές και επιδραστικές µορφές της ανθρώπινης νόησης του 20ού αιώνα.

 

 

Μέσα από τα φιλοσοφικά του έργα, εκ των οποίων κορυφαία θεωρούνται τα Το είναι και το µηδέν (1943) και Κριτική της διαλεκτικής λογικής (1960), ο Σαρτρ κατάφερε να κάνει τον υπαρξισµό δηµοφιλή, συνοψίζοντας, σχεδόν, στην παιγνιώδη φράση του «Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» τη βασική θέση του φιλοσοφικού αυτού ρεύµατος, που ήθελε την ύπαρξη να αντιπαραβάλλεται µε την ουσία. Στα έργα του αλλά και στην προσωπική του διαδροµή, κεντρικός είναι ο άξονας της ελεύθερης επιλογής αλλά και της προσωπικής ευθύνης. Χωρίς να περιορίζει τον εαυτό του στον φιλοσοφικό στοχασµό, ο Σαρτρ ήταν ένας από τους ανθρώπους που έκαναν πράξη τα λεγόµενά τους.

 

 

Ένθερµος υποστηρικτής του µαρξισµού, άσκησε ουκ ολίγες φορές κριτική στον ιµπεριαλισµό και στην µπουρζουαζία. Από τις αντισυµβατικές για την εποχή στιγµές του, ξεχωρίζουν η δράση του στα γεγονότα του Μάη του ’68, η υποστήριξή του προς το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο, η άρνηση του βραβείου Νόµπελ λογοτεχνίας το 1964, ακόµη και η σχέση του µε τη Σιµόν ντε Μποβουάρ. Όµως, ο πνευµατικός πλούτος του Σαρτρ δεν εξαντλήθηκε στα φιλοσοφικά του έργα. Παρακαταθήκη του είναι και θεατρικά και αφηγηµατικά έργα, όπως Οι µύγες, Κεκλεισµένων των θυρών, Η ναυτία και Ο τοίχος. Παραµένοντας µέχρι το τέλος της ζωής του ένας στρατευµένος διανοούµενος, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ αποτέλεσε αναµφίβολα µία από τις σηµαντικότερες και πιο ηχηρές φωνές του 20ού αιώνα.

 


Ο διασημότερος φιλόσοφος του 20ού αιώνα

 

 

«Θα ήταν καλό να καταλάβετε ότι οι αντίπαλοί σας σάς βλέπουν σαν “ιµπεριαλιστές”, όπως ακριβώς και εσείς τους βλέπετε σαν “δάκτυλο” της Ρωσίας… Και οι δύο πλευρές θα πρέπει να εγκαταλείψουν µια τόσο αντιπαραγωγική στάση». Είναι 29 Μαρτίου του 1967 στο Τελ Αβίβ, όταν ο Σαρτρ δίνει συνέντευξη Τύπου για τις εντυπώσεις από το ταξίδι του στην Αίγυπτο, στο παλαιστινιακό στρατόπεδο προσφύγων και στο Ισραήλ. Στην κατάµεστη αίθουσα έχουν συρρεύσει δηµοσιογράφοι που ζητούν από τον Σαρτρ το κλειδί επίλυσης µιας διαµάχης η οποία δύο µήνες αργότερα έµελλε να οδηγήσει στον αραβοϊσραηλινό Πόλεµο των Έξι Ηµερών.

 

 

Φαντάζει παράξενο ότι, εν µέσω ακραίας έντασης, τα µέσα ενηµέρωσης της εποχής απευθύνονται σε έναν διανοούµενο για την εκτόνωση της διπλωµατικής κρίσης. ∆εν επρόκειτο, όµως, για έναν ακόµα συγγραφέα που έτυχε να περιηγείται τη Μέση Ανατολή: ο Σαρτρ υπήρξε ο διασηµότερος φιλόσοφος του 20ού αιώνα. Ο Σαρτρ δεν είναι µόνο ένας από τους πλέον φηµισµένους στοχαστές της εποχής του. Είναι επίσης και από τους πιο δύσκολους – και µια πηγή των δυσκολιών για την ορθή κατανόηση της φιλοσοφίας του δεν είναι άλλη από τη φήµη του.

 

 

Πολλοί θεωρούν ότι ξέρουν τον Σαρτρ κι από µια άποψη έχουν δίκιο, εφόσον είναι εξοικειωµένοι µε την εικόνα του: γνωρίζουν την πίπα που κρατούσε στο αριστερό του χέρι, την πένα που µε το δεξί χάραζε τις ιδέες του, την µπριγιαντίνη των µαλλιών, το συγκρατηµένο του χαµόγελο. Το ίδιο το έργο του, όµως, είναι πολύ λιγότερο γνωστό· ίσως γιατί, όπως κάθε εγχείρηµα κατανόησης ενός φιλοσόφου, απαιτεί από τον αναγνώστη σηµαντική επένδυση απερίσπαστης προσοχής και κριτικής σκέψης, ποιότητες που δεν ευδοκιµούν στις µέρες µας.

 

 

 

 

Το έργο του Σαρτρ καλύπτει πέντε δεκαετίες ακατάπαυστης συγγραφικής δραστηριότητας, όπως πιστοποιείται από τα τριάντα εννέα βιβλία του και τη δεκάτοµη συλλογή δοκιµίων του. Η φήµη, άλλωστε, του Σαρτρ οφείλει πολλά στις πολιτικές και συναισθηµατικές του περιπέτειες, καθώς και στο πλήθος των ιδεών που συναντάµε στα θεατρικά και λογοτεχνικά του έργα. Αν επιθυµούµε, όµως, να κατανοήσουµε το ακριβές περιεχόµενο των ιδεών του Σαρτρ, να ερµηνεύσουµε ορθά τα όσα µας προτείνει και να αξιολογήσουµε την εγκυρότητα των συναφών συλλογισµών του, θα πρέπει να στραφούµε στα κείµενα όπου εκτίθεται η φιλοσοφική του θεώρηση.

 

 

Ο φιλοσοφικός στοχασµός δεν είναι ένα παιχνίδι ιδεών: απαιτεί διανοητική πειθαρχία και επιχειρηµατολογική δεινότητα, που προχωρούν πολύ πέραν της παρατακτικής διατύπωσης εύηχων ισχυρισµών. Η επιµονή, λόγου χάριν, µε την οποία ο Σαρτρ διερευνά τις λογικές συνέπειες προηγούµενων θεωρητικών κατασκευών είναι εντυπωσιακή. Εξίσου ιδιαίτερη είναι η ικανότητά του να ζωογονεί, µέσω εναργών παραδειγµάτων, εννοιολογικές συνθέσεις που αλλιώς θα παρέµεναν διανοητικές ασκήσεις κενές περιεχοµένου.

 

 

Αυτό όµως που τον καθιστά µια ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία της σκέψης είναι ο τρόπος µε τον οποίο η γραφή του φωτίζει τη συνείδηση της πραγµατικότητας. ∆ιότι σε αυτό, κυρίως, νοµίζω ότι έγκειται το χάρισµα του Σαρτρ: στην ικανότητα του να µιλάει για τα πράγµατα –τις ποιότητες, τις σχέσεις τους, την ουσία και την ύπαρξή τους– µε τρόπο που επιτρέπει στο νόηµά τους να αναδύεται εµπρός µας, σαν να τα βλέπουµε για πρώτη φορά. Αρκετά συχνά, το νόηµα των πραγµάτων συσκοτίζεται από την εσφαλµένη θεώρηση που διατηρούµε για το πώς δοµείται η ανθρώπινη εµπειρία. Η εξάχνωση των σφαλµάτων και η συνακόλουθη άρθρωση ενός βιώσιµου φιλοσοφικού προτύπου δεν προκύπτουν εύκολα: πρόκειται για ιδιαίτερα τεχνικό, εννοιολογικά πυκνό και µακροσκελές εγχείρηµα – σε 652 σελίδες εκτείνεται η κύρια απόπειρα του Σαρτρ να προσφέρει µια φαινοµενολογική οντολογία, στη µονογραφία του Το είναι και το µηδέν.

 

 

Σε ποια από τις δύο αυτές κατηγορίες ανήκει ο άνθρωπος; Παραδοσιακά οι φιλόσοφοι λογοµαχούσαν για το αν η συνείδηση είναι ένα υλικό πράγµα ή ένα άυλο πράγµα. Ο Σαρτρ έρχεται να εξηγήσει ότι η συνείδηση δεν είναι πράγµα: είναι µια διαρκής κίνηση προς τον κόσµο, µια ενέργεια ανακάλυψης του νοήµατος των πραγµάτων και των αξιών –ηθικών, πολιτικών, αισθητικών– που ζωοδοτούν τις πράξεις µας. Εφόσον η συνείδηση δεν είναι ένα πράγµα, είναι ένα «µη-ον» ή, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι, ένα «µηδέν». Και όµως, σε αυτό το «µηδέν» έγκειται τόσο ο ευάλωτος χαρακτήρας, όσο και το µεγαλείο του ανθρώπου: στο ότι δεν είναι έρµαιο των νόµων που διέπουν τις ιδιότητες των πραγµάτων.

 

 

Η µόνη αναγκαιότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη είναι η ελευθερία: «Είµαστε καταδικασµένοι να είµαστε ελεύθεροι», καθόσον γινόµαστε ό,τι είµαστε µέσω των επιλογών µας – ακόµα και η αποφυγή ή η άρνηση να επιλέξουµε συνιστά µια επιλογή. Η ικανότητά µας να συλλογιζόµαστε µάς επιτρέπει να επιλέξουµε ποιες επιθυµίες θα εκφράσει η συµπεριφορά µας. Καθώς τείνουµε να κάνουµε αυτές τις επιλογές συνεκτικά στο πέρασµα του χρόνου, συνθέτουµε σταδιακά ένα σχήµα, ένα profil από προτιµήσεις και δεσµεύσεις επί τη βάσει των οποίων πράττουµε. Σµιλεύουµε, δηλαδή, µια ταυτότητα: δηµιουργούµε ένα ανάγλυφο µε εσοχές και εξοχές, που προβάλλει ένα πρόσωπο, στο οποίο συµπυκνώνεται το σχήµα της ύπαρξής µας.

 

 

Η στοχαστική οντολογία του Σαρτρ θεµελιώνει την κριτική του στις αυταπάτες των συµπολιτών του, καθώς το χάρισµα της ελευθερίας συνοδεύεται από το βάρος της ευθύνης, το οποίο δεν είναι όλοι διατεθειµένοι να αναλάβουν. Ένας τρόπος να αποφύγουν την ευθύνη των επιλογών τους είναι να αποδίδουν πάντα σε κάποιον άλλο την αιτία των όσων συµβαίνουν στη ζωή τους –στο σόι τους, στο κράτος, στη «διαλεκτική αναγκαιότητα της Ιστορίας»– παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως άβουλο άθυρµα υπερβατικών δυνάµεων. Ένας άλλος τρόπος αυτοεξαπάτησης είναι να υποδύονται τα «καθαρά πνεύµατα», δίχως σωµατικές ή συναισθηµατικές ανάγκες, για τα οποία οι άλλοι άνθρωποι, η οικονοµία ή η πολιτική δεν έχουν την παραµικρή σηµασία. Και τα δύο, σύµφωνα µε τον Σαρτρ, είναι τρόποι αποφυγής της αλήθειας, του γεγονότος δηλαδή ότι κάθε στιγµή εµείς οι ίδιοι δηµιουργούµε τον εαυτό µας όχι εν κενώ, αλλά στο πλαίσιο και µε τα υλικά που µας προσφέρει η Ιστορία.

 


Ο Σαρτρ δεν είναι μόνο ένας από τους πλέον φημισμένους στοχαστές της εποχής του, είναι επίσης και από τους πιο δύσκολους.

 

 

Η αξία της αλήθειας ήταν εξίσου αδιαπραγµάτευτη για τον Σαρτρ µε την αξία της ελευθερίας, και ενώ έδινε εξαιρετική βαρύτητα στην ορθότητα των ιδεών που διατύπωνε στα χειρόγραφά του, δεν έτρεφε µεγάλη ιδέα για τον εαυτό του: όποτε τον ρωτούσαν σε τι οφείλεται η θερµή υποδοχή που έλαβε εν µέσω της γερµανικής κατοχής ένα έργο τόσο βαθύ και απαιτητικό όσο Το είναι και το µηδέν, ο Σαρτρ παρέπεµπε απλώς στο γεγονός ότι το κάθε αντίτυπο της πρώτης έκδοσης ζύγιζε ακριβώς ένα κιλό κι έτσι µπορούσε να χρησιµοποιηθεί ως µέτρο βάρους σε υπαίθριες αγορές, καθώς η κατοχική κυβέρνηση είχε κατασχέσει τα µπρούντζινα βαρίδια.

 

 

 

 

Ένα στοιχείο που διατρέχει τη δοκιµιακή γραφή του Σαρτρ είναι η αντιπαλότητά του προς εκείνο που θα µπορούσαµε να ονοµάσουµε «κουλτούρα της εσωτερικότητας». Η εµµονή µε το εγώ –του διανοουμένου, του καλλιτέχνη, του ερευνητή–, η ατέρµονη ενδοσκόπηση –έναντι της έκθεσης στην πραγµατικότητα–, η αναγωγή κάθε συζήτησης για το νόηµα ενός κειµένου, ενός έργου τέχνης ή ενός ιστορικού γεγονότος στο πώς ο οµιλών θεωρεί ότι το εκάστοτε ζήτηµα θίγει αυτόν τον ίδιο προσωπικά: ιδού κάποια από τα φαινόµενα που τίθενται στο φιλοσοφικό στόχαστρο του Σαρτρ και τον οδηγούν στην άρθρωση της φιλοσοφικής του κοσµοαντίληψης.

 

 

Πρόκειται για την κοσµοαντίληψη που προτάσσει ό,τι συνιστά το ουσιώδες αντικείµενο του κριτικού στοχασµού, το οποίο δεν είναι ούτε η σκέψη δι’ εαυτήν ούτε ο κόσµος καθ’ εαυτόν, αλλά εκείνο που ο Σαρτρ χαρακτηρίζει ως «το µόνο συγκεκριµένο»: ο κάθε ξεχωριστός άνθρωπος εντός των καταστάσεων που βιώνει. του Αντώνη Χατζηµωυσή, καθηγητή Σύγχρονης Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών «Λένε ότι την εποχή του Αλγερινού που είχε πάρει ανοιχτή θέση υπέρ των Αλγερινών ανταρτών, κάποιος ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών, αν όχι ο ίδιος ο υπουργός, εισηγήθηκε τη σύλληψη του φιλοσόφου και τότε ο αρχηγός του κράτους, που δεν ήταν άλλος από τον στρατηγό Ντε Γκωλλ απάντησε επιγραμματικά: “Δεν συλλαμβάνουν τον Βολταίρο”. Πραγματικά στάθηκε ο Σαρτρ ένα είδος Βολταίρου του καιρού μας […] με μια κοινή διαρκή μαχητικότητα στην υπηρεσία της δικαιοσύνης και του ανθρώπου». Ροζέ Μιλλιέξ,

 

 

Η Καθημερινή, 8 Μαΐου 1980

 

 

Υπαρξισμός

 

 

Ο νεαρός ζωγράφος µε τ’ ακτένιστα µαλλιά και τ’ ασιδέρωτα ρούχα έκαµεν ένα µορφασµόν. «Αυτό δεν µ’ αρέσει» εµουρµούρισε. Ήτο ένα αρωµατισµένο ανοιξιάτικο βράδυ εις την ταράτσα του «Κουπέλ», ενός από τα µεγαλύτερα καφενεία του Παρισιού. «Κυττάτε αυτόν τον κόσµο», εγόγγυσε σκυθρωπός ο ζωγράφος. «Μπορείτε να ιδήτε ένα ευτυχισµένο πρόσωπο, ένα µειδίαµα; Έχετε ιδή ποτέ σας µια τέτοια πνευµατική πενία; Προ του πολέµου το κέντρον αυτό ήτο παράδεισος. Θα µπορούσατε να καθήσετε και να µιλήσετε προς οποιονδήποτε και ο κόσµος γελούσε. Σήµερα η πόλις είναι γεµάτη από πλάσµατα που έχουν την ψυχήν του γραφειοκράτου. ∆εν υπάρχει γέλιο. Το Παρίσι δεν είναι πλέον Παρίσι».

 

 

 

 

Ο νεαρός ζωγράφος εξέφραζε την ψυχικήν διάθεσιν που έχει καταλάβει όλο το µεταπολεµικό πνευµατικό Παρίσι και που οδηγεί την παρισινή πνευµατικότητα εις την δηµιουργίαν µιας καινούργιας φιλοσοφίας της ζωής. Η φιλοσοφία αυτή είναι θεωρίαι πνευµατικού αίµατος, ιδρώτος και δακρύων. Η περισσότερον αξιοπρόσεκτος είναι πιθανώτατα η θεωρία της καταθλίψεως (dolorisme), της οποίας ιδρυτής και απόστολος είναι ο µονόφθαλµος Ζυλιέν Τεπ, ένας µισάνθρωπος, νευρασθενικός, ασκητικός τύπος που τριγυρίζει στους δρόµους του Παρισιού κηρύττων ότι «µόνον διά του πόνου» µπορούν αι αισθήσεις και το µυαλό του ανθρώπου να ιδούν την πραγµατικότητα.

 

 

«Σε 20 χρόνια θα είσθε ένα πτώµα µέσα σ’ ένα φέρετρο» είναι η παρατήρησις του Τεπ στις ώµορφες Παριζιάνες και διατείνεται ότι ο λογικός σκοπός της ζωής είναι η αυτοκτονία. Η πλέον δηµοφιλής όµως από τις φιλοσοφίες αυτές για τη ζωή είναι πάντως µια κάπως περισσότερον πολύπλοκη, αν και ελαφρώς ολιγώτερον απαισιόδοξη, γνωστή ως υπαρξισµός. Ο ορισµός του υπαρξισµού είναι δύσκολος. Οι οπαδοί της την έχουν περιβάλλει µε σειράν ολόκληρον από δυσνοήτους όρους. Αφίνει κατά µέρος τας ηθικάς και ηθολογικάς αξίας όλων των περασµένων φιλοσοφιών και έχει ως απαρχήν της το ωµόν γεγονός της υπάρξεως του ανθρώπου. Κατά τον οπαδόν του υπαρξισµού, ο άνθρωπος είναι ένα άτοµον περιβαλλόµενον από ανυπολόγιστα εµπόδια µέσα εις εχθρικόν περιβάλλον. Το τι επιτελεί εις την ζωήν εξαρτάται από την ατοµικήν του στωικήν αντίδρασιν προς το περιβάλλον αυτό. Οι διανοούµενοι της Αριστεράς Όχθης, αντιµετωπίζοντες τας αβεβαιότητας της µεταπολεµικής ευρωπαϊκής ζωής, νοµίζουν ότι ανεκάλυψαν εις την µιαν αυτήν φιλοσοφίαν µιαν µερικήν τουλάχιστον απάντησιν εις τα προβλήµατά των.

 

 

 

 

Ολίγοι Γάλλοι γνωρίζουν τι σηµαίνει υπαρξισµός, αλλά οι ολίγοι οπαδοί του προσπαθούν να τον καταστήσουν γνωστόν εις ολόκληρον την Γαλλίαν. Εφηµερίδες και περιοδικά αφιερώνουν στήλας ολοκλήρους εις ανάλυσιν του υπαρξισµού ή εις πολεµικήν εναντίον του και, εις σπανίας περιπτώσεις, εις την υπεράσπισίν του. Από τον καιρόν του σουρρεαλισµού και του Ντανταϊσµού είχε να χυθή τόσον πολλή µελάνη επί παροµοίου θέµατος. Εις καφενείο της Αριστεράς Όχθης όπως η Flore, «Deux Magots» και η «Rhumerie Martiniquaise», καθώς επίσης εις τα µπαρ όπως το «Cher Ami», το «Pont-Royal» και το «Montane» και εις την Σορβόννην, πάµπολλα «εστέτ», νεαροί πρωτοπόροι και µέλλοντες φιλόσοφοι υιοθέτησαν τον υπαρξισµόν ως το «πιστεύω» των.

 

 

Όταν εις το Παρίσι γίνωνται διαλέξεις ή δηµόσιαι συζητήσεις επί του υπαρξισµού, αποτελούν µέγα γεγονός και αναγράφονται εις την πλέον περίβλεπτον θέσιν εις τας εφηµερίδας της εποµένης. Επί της Δεξιάς Όχθης του Σηκουάνα εξέχουσαι προσωπικότητες, πρέσβεις και υπουργοί δίδουν διαλέξεις επί προβληµάτων εις αιθούσας όπου τα περισσότερα καθίσµατα είναι κενά. Εσχάτως όµως δηµόσιαι συζητήσεις που έγιναν επί του υπαρξισµού προεκάλεσαν τόσην κοσµοσυρροήν ώστε αι Παρισιναί εφηµερίδες υπέδειξαν να ζητηθή η συνδροµή της αστυνοµίας, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Ερυθρού Σταυρού.

 

 

Η προσωπικότης η οποία κρύπτεται οπίσω από το γενικόν τούτο ενδιαφέρον διά τον υπαρξισµόν είναι ένας κοντός, άσχηµος, 40 ετών άνθρωπος, ονόµατι Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Φιλόσοφος, µυθιστοριογράφος, συγγραφεύς θεατρικών έργων και δοκιµίων, ο Σαρτρ ήτο επί 13 έτη αφανής καθηγητής της Φιλοσοφίας. Υπηρέτησεν εις τον γαλλικόν στρατόν, συνελήφθη αιχµάλωτος το 1940 και παρέµεινεν επί εννέα µήνας εις ένα γερµανικόν στρατόπεδον αιχµαλώτων. Όταν απελύθη, εκινδύνευε να οδηγηθή εις στρατόπεδον συγκεντρώσεως και προ του εκτελεστικού αποσπάσµατος, λόγω της ενεργού αναµίξεώς του εις το υπό κοµµουνιστικήν επιρροήν Γαλλικόν Μέτωπον Αντιστάσεως. Κατόπιν της επιτυχίας του ως συγγραφέως κατά το διάστηµα της κατοχής, ο Σαρτρ απέκτησεν οικονοµικήν ανεξαρτησίαν και εγκατέλειψε την καθηγητικήν έδραν διά να αφοσιωθή αποκλειστικώς εις την συγγραφήν βιβλίων. Εξακολουθεί όµως να ζη ως πτωχός φοιτητής εις ένα γυµνόν δωµάτιον.

 

 

Ο Σαρτρ σηκώνεται ενωρίς το πρωί και εις τας 9 πίνει τον πρωινόν καφέν του εις το Cafe de Flore. Προ του ταξιδίου του εις Αµερικήν κατά τον περασµένον χειµώνα, όπου έδωσε διαλέξεις ες το Γαίηλ, εις το Χάρβαρντ και το Πρίνστον, ο Σαρτρ εχρησιµοποίει το καφενείον ως γραφείον, αίθουσαν υποδοχής και δευτέραν κατοικίαν του. Παρέµεινεν εκεί όλην την ηµέραν, συγγράφων, κανονίζων τας υποθέσεις του, δεχόµενος επισκέπτας και ανταποκριτάς εφηµερίδων. Αλλά η δόξα πληρώνεται ακριβά. Από κάθε γωνίαν της Γαλλίας και από τας αριστοκρατικάς συνοικίας των Παρισίων περίεργοι συνέρρεον εις το καφενείον διά να ιδούν τους οπαδούς του υπαρξισµού, τον κύριον Σαρτρ, και να ευρεθούν εις ένα ανώτερον περιβάλλον.

 

 

 

 

Όταν ο Σαρτρ επέστρεψε, το καφενείον του ήτο γεµάτο από οπαδούς και περιέργους. ∆εν υπήρχε χώρος διά τον «Μαιτρ». Έτσι ο Σαρτρ ηναγκάσθη να µεταφέρη το αρχηγείον του εις το γειτονικόν αριστοκρατικόν µπαρ «Pont Royal». Ο Σαρτρ προκαλεί την κατάπληξιν των φίλων του µε την εξαιρετικήν ενεργητικότητά του. Εργάζεται σκληρά και πολύ, εν τούτοις έχει την ικανότητα ν’ ασχολήται µε καµµιά δωδεκάδα θεµάτων ταυτοχρόνως.

 

 

Ασχολείται ταυτοχρόνως µε την συγγραφήν µυθιστορήµατος, θεατρικού έργου και σειράς ολοκλήρου άρθρων. Εις τας 6.30 όµως, την ώραν του ορεκτικού, ο Σαρτρ τελειώνει την εργασίαν της ηµέρας. Την ώραν αυτήν οι µεµυηµένοι συγκεντρώνονται µαζί του εις το µπαρ και εις µιαν ατµόσφαιραν γεµάτην από καπνούς, αρχίζει η συζήτησις. Κατά τας 8 η συντροφιά πηγαίνει εις ένα εστιατόριον της µαύρης αγοράς, όπου οι οπαδοί του υπαρξισµού ενισχύουν την απαισιοδοξίαν των µε πλούσια γεύµατα, συµπληρούµενα µε παληό κρασί και, αργότερα, µε εκλεκτά λικέρ. Συχνά οι γλεντζέδες αυτοί οπαδοί του υπαρξισµού τελειώνουν την βραδιά τους εις κανένα χορευτικόν κέντρον, όπου ο Σαρτρ επιδίδεται εις τας απολαύσεις της ρούµπας, των ταγκό και των βαλς.

 

 

Το θέαµα του χορεύοντος Σαρτρ δεν είναι και τόσον εποικοδοµητικόν, διότι ασφαλώς το αίσθηµα του ρυθµού εις τον φιλόσοφον είναι πολύ ολιγώτερον ανεπτυγµένον από το αίσθηµα της λογικής. Ενώ πολλές από τις γυναίκες του κύκλου του Σαρτρ είναι χαριτωµένα, νόστιµα, ελαφρά πλάσµατα, η Σιµόνη ντε Μπωβουάρ, µία από τους οπαδούς του, είναι διανοουµένη µεγάλης ολκής. Όπως και ο Σαρτρ, υπήρξε καθηγήτρια της φιλοσοφίας. Εκτός πολλών άρθρων επί της ηθικής της κοινωνιολογίας και της µεταφυσικής, συνέγραψε και σειράν ολόκληρον µυθιστορηµάτων και θεατρικών έργων. Το τελευταίο µυθιστόρηµά της υπό τον τίτλον «Το αίµα των άλλων» εµπνέεται από τας βασικάς αρχάς του υπαρξισµού και εσηµείωσε µεγάλην επιτυχίαν.

 

 

Το θεατρικόν της όµως έργον «Τα άχρηστα στόµατα» απέτυχεν οικτρά και ευρέθησαν σκληροί κριτικοί, οι οποίοι το ωνόµασαν «Το άχρηστον έργον». Όλοι οι οπαδοί του Σαρτρ είναι νέοι, 17 έως 20 ετών, οι περισσότεροι φοιτηταί. Μερικοί εξ αυτών είναι µουσικοί και ζωγράφοι, όπως ο Ζωρζ Πατρί, άλλοτε µαθητής του Σαρτρ, ο οποίος διατείνεται ότι οι πίνακες που εκθέτει αντιπροσωπεύουν την τέχνην του υπαρξισµού. Ο Σαρτρ όµως δεν παραδέχεται ότι ζωγράφοι ή µουσικοί ηµπορούν να δηµιουργήσουν παρόµοια έργα εφ’ όσον ο υπαρξισµός «είναι αποκλειστικώς προωρισµένος διά τεχνικούς και φιλοσόφους».

 

 

Πάντως οι οπαδοί του Σαρτρ είναι νέοι και νέαι, οι οποίοι, εις την γαλλικήν παράδοσιν, θεωρούνται οι εκλεκτοί διανοούµενοι, µέρος της χρυσής νεολαίας του έθνους. Αλλά από αυτούς που έχουν αφοσιωθή εις τον υπαρξισµόν, ακόµη και αυτοί οι φανατικοί «υπαρξισταί» παραδέχονται ότι πολλοί είναι απλώς σνοµπ, οι οποίοι ανεκάλυψαν κάτι της µόδας µε το οποίον ηµπορούν ν’ ασχολούνται.

 

 

Η Καθηµερινή, 18 Ιουλίου 1946

 

 

Existentialisme

 

 

O υπαρξισµός δεν είναι η θεωρία κάτι το απολύτως νέον. Πατήρ του υπαρξισµού είναι ο ∆ανός µυστικιστής φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεγκααρντ, ο οποίος κατά τας αρχάς του 19ου αιώνα ανεζήτησε νέαν φιλοσοφικήν βάσιν διά τον Χριστιανισµόν διά της αναλύσεως της ανθρωπίνης υπάρξεως και όχι διά της µελέτης των αφηρηµένων ιδεών της ανθρωπίνης φύσεως. Ο Σαρτρ, αθεϊστής, δεν έδωσε καµµίαν σηµασίαν εις τον θρησκευτικόν πυρήνα της φιλοσοφίας του Κίρκεγκααρντ και εκράτησε µόνον από αυτήν το µεταφυσικόν της περίβληµα. Αποβάλλων την πατροπαράδοτον άποψιν ότι ο άνθρωπος και ο κόσµος ηµπορούν να εύρουν την εξήγησίν των δι’ αφηρηµένων κατηγοριών και σαφών ιδεών, ο υπαρξισµός, κατά την ανάλυσιν του µυστηρίου του πεπρωµένου του ανθρώπου, της φύσεώς του και του προορισµού του εις τον κόσµον, ξεκινά από το γεγονός ότι ο άνθρωπος υπάρχει.

 

 

Υπάρχει όχι µε έναν ωρισµένον, προδιαγεγραµµένον χαρακτήρα αλλά ως ένα άθροισµα δυνατοτήτων, που του επιτρέπουν να εξελιχθή εις ποικιλίαν κατευθύνσεων εξαρτωµένων από τας ασχολίας του εις την ζωήν. ∆ιότι ο άνθρωπος είναι εύπλαστος και κάθε άτοµον ηµπορεί να δηµιουργήση ίδιον χαρακτήρα, ιδίαν «ανθρωπίνην φύσιν». Έτσι κανείς δεν ηµπορεί να ξέρη τι είναι ένας άνθρωπος µέχρι του θανάτου του. Κατά την ορολογίαν του υπαρξισµού, η ιδέα αυτή εκφράζεται διά της αρχής «η ύπαρξις προηγείται της ουσίας».

 

 

Επί πλέον, όχι κατόπιν της ιδικής του θελήσεως, ο άνθρωπος ρίπτεται χωρίς νόηµα εις την ζωήν εις ωρισµένην στιγµήν και εις ωρισµένην κοινωνίαν. ∆εν εζήτησε να γεννηθή αλλά ευρίσκεται «τώρα εδώ» και είναι «υπεύθυνος και υποχρεωµένος» να συµπληρώση τον κύκλον της ζωής του. Λόγω του ότι είναι ανίσχυρος κάτω από την σύνθλιψιν των κοσµικών δυνάµεων, η ύπαρξις του ανθρώπου είναι γεµάτη από φρίκην και αγωνίαν, φόβον και ανησυχίαν. Εφ’ όσον όµως αναγνωρίζει την ευθύνην του να κάµη κάτι µε την δοθείσαν ύπαρξίν του τώρα που έχει ριφθή χωρίς να το ζητήση εις τον χρόνον και τον χώρον είναι εµπεποτισµένος µε βαθύ αίσθηµα ενοχής. Το ό,τι κάµνει ο άνθρωπος µε την ύπαρξίν του εγείρει το βασικόν ερώτηµα της φύσεως της ελευθερίας.

 

 

 

 

Η θεωρία του Σαρτρ είναι παράδοξος. Λέγει ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να ενεργή, αλλά πρέπει να ενεργήση διά να είναι ελεύθερος. Και πρώτον, ο άνθρωπος διακρίνεται από άλλα όντα και αντικείµενα κατά τούτο: Είναι ελεύθερος να ενεργή αλλά πρέπει να ενεργήση διά να είναι ελεύθερος. Και πρώτον, ο άνθρωπος διακρίνεται από άλλα όντα και αντικείµενα κατά τούτο: Είναι ελεύθερος να εκλέξη τι θα κάµη. Η ελευθερία όµως αυτή της εκλογής τότε µόνον είναι πλήρης, όταν έχη γίνει η εκλογή και ο άνθρωπος αρχίζη να δρα καταβάλλων µιαν ενσυνείδητον προσπάθειαν διά να το επιτύχη του σκοπού του. Αντιθέτως, εάν ο άνθρωπος αποτύχη εις το να κάµη την εκλογήν του και να δράση προς τον σκοπόν αυτόν, δεν είναι ελεύθερος.

 

 

Ο Σαρτρ πιστεύει ότι η ελευθερία συνίσταται εις το να αφοσιωθή κανείς απολύτως εις την πολιτικήν ή κοινωνικήν γραµµήν δράσεως την οποίαν θα εκλέξη. Κατ’ αυτόν, το µεγαλύτερον ανθρώπινον αγαθόν είναι η ελευθερία. Πέραν της φιλοσοφίας αυτής, σύµφωνα προς την οποίαν ο άνθρωπος ευρίσκεται εις έναν εχθρικόν κόσµον όχι εξ υπαιτιότητός του και τείνει να αντιµετωπίση την κατάστασιν επιχειρών να προσαρµοσθή εις την σηµερινήν εποχήν και να επιτύχη ούτω την ελευθερίαν, ο Σαρτρ αναπτύσσει µιαν όχι και τόσον κολακευτικήν θεωρίαν διά την φύσιν του ανθρώπου. Το κύριον αίσθηµα της υπάρξεως είναι ακαθόριστος, τροµακτική αγωνία η οποία δεν έχει συγκεκριµένον αντικείµενον αλλ’ είναι αίσθηµα απογνώσεως διότι ο άνθρωπος ζη.

 

 

Ο άνθρωπος είναι δειλός, διστακτικός, ένοχος, εγωιστής, συγκεντρωµένος εις τον στόχον του, απρόσιτος, ασελγής, ανίσχυρος, ανήσυχος. Φοβείται και αυτήν ακόµη την ελευθερίαν εις την οποίαν είναι «καταδικασµένος» και συχνά επιχειρεί να την αποφύγη αρνούµενος να κάµη ωρισµένην εκλογήν και να αφοσιωθή εις µιαν χωρίς νόηµα καθηµερινήν ρουτίναν. Ένας κόσµος χωρίς Θεόν, ένας χαώδης κυκεών, που δεν έχει δηµιουργηθή ούτε διά το καλό του ανθρώπου αλλ’ ούτε και εξελίσσεται διά της παρουσίας του, αντιπροσωπεύει την άποψιν του Σαρτρ περί του κοσµικού πεπρωµένου του ανθρώπου. Κατά συνέπειαν ο άνθρωπος ηµπορεί να επιτύχη την ελευθερίαν εντός των αυστηρών ορίων του καιρού του και της κοινωνίας του.

 

 

Η φιλολογία του υπαρξισµού, επηρεασµένη εις µεγάλον βαθµόν από Αµερικανούς συγγραφείς, όπως ο Ουίλλιαµ Φώκνερ, ο Έρσκιν Κάλντγουελλ και ο Τζων Ντος Πάσσος, επροκάλεσε την αγανάκτησιν του φιλολογικού κόσµου της Γαλλίας µε την γλώσσαν και τας ιδέας της. Οι ευαίσθητοι Γάλλοι αισθάνονται αηδίαν όταν ένας ήρως του Σαρτρ σκύβη επάνω εις µιαν πολύ µεθυσµένην ηρωίδα του και ακολουθή µια φράσις σαν αυτήν: «Μια ελαφρά οσµή εµέτου εξέφευγε από τα χείλη της, τόσον αγνή. Ο Ματιέ εισέπνευσε µε πάθος αυτήν την οσµήν». Χρησιµοποιεί µιαν γλώσσαν την οποίαν οι κριτικοί ευρίσκουν ανάρµοστον και οι «υπαρξισταί» θεωρούν ως την τρέχουσαν γλώσσαν της κοινής οµιλίας, ο Σαρτρ, το ταλέντο του οποίου παραδέχονται και αυτοί οι αυστηρότεροι κριτικοί του, µας δίδει µιαν εικόνα της ζωής και του ανθρώπου, η οποία θέτει το βάσιµον ερώτηµα της εποχής µας διά τους Γάλλους διανοουµένους.

 

 

Ο Σαρτρ και οι οπαδοί του τον ερωτούν: Τι θα κάµετε διά την αθλίαν κατάστασιν του κόσµου και τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήµατα που µας µαστίζουν; Εις το έργον «Οι µυίγες», το οποίον επαίχθη κατά την διάρκειαν της κατοχής, η απάντησις του Σαρτρ ήτο σαφής δι’ όσους ηµπορούσαν να εννοήσουν. Τοποθετηµένον εις την αρχαίαν Ελλάδα, το έργον µετέβαλλε την ελληνικήν µυθολογίαν εις προπαγάνδαν κατά της Γερµανίας και της κυβερνήσεως του Βισύ. «Οι µυίγες» ήσαν η µάστιξ των εισβολέων που ελυµαίνοντο τους κατοίκους µιας ελληνικής πόλεως και η έννοια του έργου ήτο ότι διά να επιτύχη κανείς την ελευθερίαν πρέπει να πολεµήση κατά των τυράννων. Το κύριον φιλοσοφικόν έργον του Σαρτρ είναι ένας ογκώδης τόµος άνω των 700 σελίδων υπό τίτλον «Το Ον και η ανυπαρξία». Εκείνο που οι Γάλλοι κριτικοί απεχθάνονται εις την φιλολογίαν του υπαρξισµού είναι ο ωµός τρόπος µε τον οποίον περιγράφονται ο άνθρωπος και η ζωή.

 

 

Εις τα βιβλία των «υπαρξιστών» η χρησιµοποιουµένη γλώσσα είναι συχνότατα η γλώσσα των µεθυσµένων ναυτικών και του υποκόσµου. Το σεξουαλικόν είναι από τα συνηθέστερα θέµατα, παράνοµος έρως ακολουθείται από εγκυµοσύνην, εγκυµοσύνη από έκτρωσιν, έκτρωσις από αγωνίαν, ενοχήν, φόβον και δειλίαν. Οι ήρωες των βιβλίων του Σαρτρ και των οπαδών του ευρίσκονται εις συνεχή απόγνωσιν και αβεβαιότητα διά το τι κάµνουν και διατί ζουν εις αυτόν τον αιώνα. Η περιγραφή αυτή εν τούτοις δεν απέχει της πραγµατικότητος. Ουδέποτε από τον καιρόν του Μεσαίωνος, από τας αιµατοβαφείς ηµέρας της Τροµοκρατίας και της Κοµµούνας του 1890 εγνώρισεν η Γαλλία τόσον σκοτεινήν περίοδον. Η Γαλλία κυριολεκτικώς συνετρίβη το 1940 και από την ακουλουθήσασαν κατοχήν. Πολλοί, ιδιαιτέρως οι διανοούµενοι, αισθάνονται ότι είναι εγκαταλελειµµένοι και χωρίς βοήθειαν.

 

 

Η φιλολογία του υπαρξισµού εις την Γαλλίαν φαίνεται ότι ευρίσκεται πλησίον της άκρας αριστεράς περισσότερον παρ’ όσον οι Γάλλοι κοµµουνισταί θέλουν να παραδεχθούν. Ενώ ο Σαρτρ συνειργάσθη µε τους κοµµουνιστάς κατά την κατοχήν, σήµερον αι διαφοραί του µε τον Μαρξισµόν τον κατέστησαν εχθρόν των επί του πνευµατικού επιπέδου. Οι Καθολικοί όµως κατακρίνουν επίσης τον Σαρτρ µε το ίδιον πάθος. Το εκκλησιαστικόν όργανον «Λα Κρουά» («Ο Σταυρός») διακηρύσσει ότι ο υπαρξισµός είναι κίνδυνος «σοβαρότερος από τον ρασιοναλισµόν του 18ου αιώνος και από τον θετικισµόν του 19ου αιώνος». Κατά πόσον ο υπαρξισµός αποτελεί ιδεολογίαν, όπως διατείνονται οι κοµµουνισταί, ή «ωµόν υλισµόν», όπως πιστεύουν οι Καθολικοί, είναι ένα σηµείον που απασχολεί όλους τους Γάλλους και η ορµητικότης των συζητήσεων γύρω από το θέµα αυτό εις την γαλλικήν πρωτεύουσαν είναι ενθαρρυντική απόδειξις ότι το Παρίσι, παρ’ όλα όσα υπέστη, είναι το ίδιο παληό Παρίσι…

 

 

Η Καθηµερινή, 19 Ιουλίου 1946

 

Ομιλεί ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ

 

 

Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ είναι ένας µικροκαµωµένος, ζωηρός Γάλλος µε γκρίζα µαλλιά, που κυττάζει τους ανθρώπους µέσα από τα χονδρά του γυαλιά και απορεί γιατί τόσος πολύς κόσµος φέρει συχνά εις τα χείλη του την µαγικήν λέξιν «υπαρξισµός». ∆ιότι υπήρξε µοναδική η µοίρα του σηµαντικωτάτου αυτού συγγραφέως, ότι µια οµάς νεαρών οπαδών του επήρε µιαν ιδέαν µέσα από το λογοτεχνικόν του έργον και την ανέβασεν εις τας πλέον υψηλάς σφαίρας της φιλοσοφίας. «∆εν ήτο σωστό να γίνω διάσηµος για κάτι το οποίον δεν έκαµα.

 

 

Οι µεγαλύτεροι σύγχρονοι Γάλλοι συγγραφείς γνωρίζουν ότι µόνον µετά τον θάνατόν των ηµπορεί να προσεχθή κάπως το έργον των. Ενώ εγώ έγινα ο προφήτης χάρις σε ψευδείς σχεδόν ισχυρισµούς. Υπαρξισµός – η λέξις βαρύνει πολύ εις την συνήθη συνοµιλίαν, διότι αποτελεί µιαν παράδοξον σηµασίαν ενός σχετικώς απλού πράγµατος. Η ρίζα της λέξεως αποκαλύπτει αρκετά την σηµασίαν της. Ύπαρξις… Όλοι µας έχοµε γεννηθή µέσα εις ωρισµένας συνθήκας και αναπτυσσόµεθα υπό περιστάσεις που είναι ανεξάρτητοι της θελήσεώς µας. Αντιδρώµεν ο ένας επί του άλλου και εις το τέλος πεθαίνοµε όλοι ανεξαιρέτως.

 

 

Όλα αυτά λοιπόν τα περιστατικά εις το σύνολόν των αποτελούν την ύπαρξιν. Αλλ’ αυτή είναι µια µορφή υπάρξεως που εις τα µύχιά της ηµπορεί να είναι απελπιστική, τραγική και που κάνει άσκοπον την αναζήτησιν ενός καθολικού νόµου που θα της προσέδιδε κάποιαν έννοιαν και σηµασίαν. ∆ιά τους υπαρξιστάς αρκεί το ότι τρώµε, σκεπτόµεθα, νοιώθουµε τον έρωτα και το γέλιο και επιδιώκοµε κάποιο είδος προσωπικής σωτηρίας, η οποία προϋποθέτει προσωπικήν ελευθερία. ∆εν ζητούν τίποτε πέραν αυτού, δεν ενδιαφέρονται ούτε διά την µετέπειτα ζωήν ούτε διά την ζωικήν δύναµιν, ούτε διά το πεπρωµένον της φυλής. ∆ιά τους υπαρξιστάς το ότι υπάρχοµεν είναι ο δικαιολογητικός λόγος της υπάρξεως.

 

 

Ανέπτυξα την άποψιν αυτήν περί του υπαρξισµού εις τον κ. Σαρτρ, όταν τον είδα τελευταίως εις το Λονδίνον, όπου είχεν έλθει διά το ανέβασµα εις την σκηνήν του Λυρικού Θεάτρου του Χάµµερσµιθ των έργων του «Άταφοι Νεκροί» και η «Φιλευλαβής Εταίρα». Το πρώτο, οι «Άταφοι Νεκροί», ασχολείται µε µιαν οµάδα Γάλλων αγωνιστών της Αντιστάσεως και µαζί µε τα όργανα του Βισύ που έχουν τεθή εις καταδίωξίν της. Ελάχιστον νέον φως ρίπτει επί της φύσεως του υπαρξισµού, µολονότι έκαµε πολλές γυναίκες µεταξύ των θεατών του φανατικάς θαυµαστρίας της νέας φιλοσοφίας. Το δεύτερον, «Η Φιλευλαβής Εταίρα», θίγει από νέας σκοπιάς το πρόβληµα των εγχρώµων εις τας Ηνωµένας Πολιτείας.

 


Ερωτώ τον Σαρτρ:

 

 

― Μήπως θεωρείτε τον υπαρξισµόν ως µιαν φιλοσοφίαν απευθυνοµένην προς τους ανθρώπους εκείνους διά τους οποίους ο Χριστιανισµός δεν έχει πλέον ουδεµίαν έννοιαν, αλλ’ οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν την ζωήν µε µάτια Χριστιανών; Ο υπαρξισµός εξαίρει άραγε την σπουδαιότητα του ατόµου και επιµένει ότι το άτοµον πρέπει να επιτύχη µόνον του την σωτηρίαν του;

 

 

Ο κ. Σαρτρ έκαµε µιαν από τας πολύ ειρωνικάς εκείνας χειρονοµίας που έρχονται αυθορµήτως εις τους Λατίνους. «Πρώτα-πρώτα, απήντησε µε βαθύν στεναγµόν, ο υπαρξισµός δεν είναι µια φιλοσοφική θεωρία, δεν είναι ένα µέγα σύστηµα στοχασµών – είναι ένα πνευµατικόν ρεύµα. Κατά δεύτερον λόγον έχει δύο µορφάς, την θρησκευτικήν και την µη θρησκευτικήν. Εσείς πολύ σωστά ανεπτύξατε την µη θρησκευτικήν πλευράν του. ― Είναι µια φιλοσοφία της απελπισίας, της χαράς, της ευτυχίας; τον ηρώτησα. Άλλη µια εύγλωττος χειρονοµία, µια έντονος έκφρασις εις τα µεγάλα γκρίζα µάτια του και ύστερα… η απάντησις: «Επί πέντε χρόνια… πέντε ολόκληρα χρόνια, ζητώ την φράσιν που θα έδιδεν επιγραµµατικώς τον χαρακτηρισµόν του… Είναι και θρησκεία και µη θρησκεία – επιµένει ότι ο άνθρωπος πρέπει να ελευθερωθή, γιατί γνωρίζει ότι είναι δεσµώτης… Είναι… είναι…». ― Μια θρησκεία της ελευθερίας, είπα εγώ παρεµβαίνων. ― Αλλά βλέπω ότι εφθάσατε πολύ κοντά εις την φράσιν που εζητούσα, µου απήντησε µειδιών.

 

 

Κάπου µέσα εις τα άδυτα του πνεύµατος του κ. Ζαν-Πωλ Σαρτρ υπάρχει η πεµπτουσία του υπαρξισµού, αλλ’ είναι µια ουσία που χάνει πολλά από τα συστατικά της στοιχεία, όταν εκφρασθή διά λέξεων, και διά τον λόγον αυτόν παραµένει σκοτεινή και γριφώδης. Μια απροσδόκητος φράσις σάς φέρει κοντά εις το χείλος µιας ερεβώδους αβύσσου, που ποτέ δεν ελπίζετε ότι θα γεµίσετε, διότι µόλις την αντικρύσετε χάνεται από τα µάτια σας. Παρ’ όλα όµως αυτά η ακριβής θέσις του υπαρξισµού µεταξύ των τριών φιλοσοφικών συστηµάτων που θερµαίνουν σήµερα την πνευµατικήν ζωήν της Ευρώπης, προβάλλει ενεργώς.

 

 

Εις το ένα άκρον ευρίσκετο ο µαρξισµός µε την φανατικήν του πίστιν προς την οµάδα µε την δογµατικήν του πεποίθησιν ότι ο άνθρωπος ηµπορεί να ελέγχη το πεπρωµένον του, όταν εξασφαλίση τον έλεγχον επί των µέσων της παραγωγής και µε την αδίστακτον αποδοχήν κάθε υλιστικής δοξασίας. Κατ’ αυτόν ο άνθρωπος υπηρετεί το κράτος και διά του κράτους εις εαυτόν του. Ο συγγραφεύς Αραγκόν είναι ένας από τους νεοφωτίστους προφήτας του µαρξισµού. Εις το άλλο άκρον υψούτο ο Θωµισµός (το όνοµά του ελήφθη από τον Θωµάν Ακινάτην, 1225-1274), διδάσκων ότι το κράτος υπάρχει µόνον διά να εξασφαλίζη την πλήρη ανάπτυξιν της ανθρωπίνης προσωπικότητος, εξαίρων το άτοµον αντί του κράτους και πιστεύων εις το θείον πεπρωµένον του ανθρώπου. Προφήτης του υπήρξεν ο Ζακ Μαριταίν.

 

 

Κάπου µεταξύ των δύο άκρων ενεσφηνώθη ο υπαρξισµός, µε άκρατον ατοµισµόν, όπως ο Θωµισµός, και αρνούµενος την ύπαρξιν ψυχής όπως ο Μαρξισµός αλλά χαρακτηριζόµενος από έναν περίεργον δυναµισµόν απελπισίας. Καθώς συνωµιλούσαµε, ο νους µου επήγε εις τον Σαρτρ, ο οποίος προ δώδεκα ετών είχεν έλθει απαρατήρητος εις το Λονδίνον, ως πτωχός καθηγητής ενός γαλλικού σχολείου µέσης εκπαιδεύσεως, γνωστός µεταξύ των µορφωµένων Γάλλων, αλλά τελείως άγνωστος εις το αγγλικόν κοινόν. Ήλθε τότε ως ένας απλούς παρατηρητής της ζωής – και τέτοιος εξακολουθεί να είναι και σήµερα. Ο υπαρξισµός είχεν εξαγγελθή πολύ πριν γράψω τα µυθιστορήµατά µου. Εγώ δεν έκαµα άλλο παρά να προσχωρήσω εις την κίνησιν… Η κοινή γνώµη µε αδικεί…

 


Ο κ. Σαρτρ είναι από παντός καλλιτέχνης. Προτιµά τας καλλιτεχνικάς µορφάς εκφράσεως, από τους ακριβείς ορισµούς.

 

 

Η εµφάνισις του κ. Σαρτρ δεν έχει τίποτε το κτυπητό, το φαντακτερό. ∆εν οµοιάζει µε τους ανθρώπους των γραµµάτων, δεν σου δίδει την εντύπωσιν στοχαστού και λαµπρού συνοµιλητού. Και αν είναι λίγο από όλα αυτά, τίποτε δεν προδίδει την µοναδικήν του δύναµιν να βυθίζεται εις τα µύχια του πνεύµατός του και ν’ αντλή από εκεί δυνατές και παράδοξες ιδέες, που τας εµφανίζει εις τόσον ωραίαν γλώσσαν εις τα µυθιστορήµατα και τα θεατρικά του έργα, όπως στις «Μύγες», το «Κεκλεισµένων των θυρών» και την «Εποχήν της λογικής». Ο κ. Σαρτρ είναι κατά πρώτον λόγον καλλιτέχνης και κατά δεύτερον φιλόσοφος. Η «Εποχή της λογικής», το τελευταίο του µυθιστόρηµα, έχει θαυµασίαν σύλληψιν και αρχιτεκτονικήν.

 

 

Ιδού ο Ματιέ, ο ήρως του έργου ανακράζει µε αναστεναγµούς παιδιού ότι «θέλει να είναι ελεύθερος» και επιχειρεί µε αποφασιστικότητα να εξασφαλίση µιαν τέτοιαν ψυχικήν κατάστασιν, ώστε να µη επηρεάζεται από την εντύπωσιν που δηµιουργεί εις την ψυχήν των άλλων ανθρώπων. Αν εις το τέλος απελευθερώνεται από τους πειρασµούς, τας προλήψεις και την µικροψυχίαν, αδιαφορή για το τι σκέπτονται οι άλλοι περί αυτού, τότε κατορθώνει να δραµατοποιήση κατά τρόπον υπέροχον το δόγµα του υπαρξισµού. Ο υπαρξισµός εξαπέλυσεν ένα ρεύµα ιδεών «πάνω από σύνορα και γλώσσες», έκαµε άνδρες και γυναίκες να αισθάνωνται ανανεωµένοι, και έφερε το ήµισυ ενός µεγάλου έθνους εις κατάστασιν αισιοδόξου αναµονής.

 

 

Αν ο υπαρξισµός είναι µια νέα διατράνωσις της σπουδαιότητος του ατόµου, σηµαίνει ότι ανέκυψεν ως το αντίρρευµα κατά της εµµόνου ιδέας των κοµµουνιστών ότι ο άνθρωπος υπάρχει απλώς ως όργανον του Κράτους. Αν χρειάζεται η απόδειξις ότι ο υπαρξισµός είναι κάτι περισσότερον από ένα τέκνον στοχαστών, οι οποίοι εκ παρεξηγήσεως ανέλαβαν να παίξουν ρόλον θεών, τα µυθιστορήµατα και τα θεατρικά έργα του κ. Σαρτρ την παρέχουν κατά τρόπον αδιάσειστον, διότι και µόνη η «Εποχή της λογικής» έχει όλο το µεγαλείον ενός έπους. Εν τούτοις… «Οι διανοούµενοι ευρίσκονται εις το σταυροδρόµι», µου λέγει ο κ. Σαρτρ, «και γνωρίζουν ποίον δρόµον ν’ ακολουθήσουν… Είναι φρικτόν, ανήθικον, το γεγονός ότι, δύο έτη µετά το τέρµα του πολέµου, ευρισκόµεθα πάλιν µέσα εις τα νύχια ολίγων βιοµηχάνων “γκάγκστερς”, οι οποίοι ηµπορούν να καταστρέψουν τον πολιτισµόν…». Ο υπαρξισµός υποδεικνύει άραγε τον τρόπον της σωτηρίας; «Έχετε ποτέ ακούσει ότι µια φιλοσοφία επηρέασε τα γεγονότα έστω και πενήντα χρόνια µετά την γέννησίν της…;».

 

 

Τότε πού ευρίσκεται η σωτηρία;

 

 

«∆εν υπάρχει παρά µία απλή απάντησις», µου είπε. «Αλλά αυτή είναι ο τελευταίος λαχνός µας. Αν επιτρέψωµε να επαναληφθή το απαίσιο παιγνίδι του τελευταίου πολέµου, τότε δεν θ’ αξίζωµε να επιζήσωµε. Οι πολιτικοί µας οφείλουν ν’ αποδείξουν ότι έχουν, έστω και λίγο το µυαλό – αλλά προηγουµένως επιβάλλεται ν’ απαλλαγούµε από τους “γκάγκστερς” της πολιτικής… Ιδού ένα βιβλίο που µόλις εξεδόθη· ο “Στεγνός κατακλυσµός” της Κάθλην Νοτ. Εις το βιβλίο τούτο µια οµάς επιστηµόνων δηµιουργεί µιαν κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι δραπετεύουν από την γην και αρχίζουν να οργανώνουν την ζωήν των επί νέων βάσεων…».

 

 

Μάλιστα ο κ. Σαρτρ είναι από παντός καλλιτέχνης. Προτιµά τας καλλιτεχνικάς µορφάς εκφράσεως, από τους ακριβείς ορισµούς. Θέτει τα προβλήµατα και εισέρχεται ως εξ ενστίκτου εις τα έσχατα βάθη των, αλλά αποφεύγει την πρακτικήν πολιτικήν δράσιν. «Οι µεγάλοι απατεώνες της εποχής µας», λέγει ο κ. Σαρτρ, «είναι οι σχιζοφρενείς που πιστεύουν ότι είναι πολιτικοί, οι ηµιµαθείς και µερικαί “µεγαλειώδεις” οργανώσεις που διαψεύδουν τα ονόµατά των. Υπάρχουν απατεώνες τέτοιου διαµετρήµατος εις την Γαλλίαν και την Μεγ. Βρεταννίαν και διά να κατορθώσουν αι δύο χώραι να έλθουν εις στενωτέραν κατανόησιν, χρειάζεται να κατασκευάσωµεν ένα µηχανισµόν ανταλλαγής πληροφοριών και ιδεών. Αυτό ισχύει και δι’ ολόκληρον τον κόσµον, τίποτε το βιώσιµον δεν επιτυγχάνεται…». Αλλά δεν µου έκαµε ουδεµίαν νύξιν περί του πώς θα ελειτούργει ο µηχανισµός αυτός.

 

 

Μου έδωσεν όµως να καταλάβω ότι η σωτηρία του κόσµου δεν ευρίσκεται εις χείρας του υπαρξισµού. Η πίστις αυτή ηµπορεί ν’ αλλάξη ριζικώς τον χαρακτήρα κάθε προσώπου που την ενστερνίζεται. Το πρόσωπον αυτό θα εξηκολούθει να τρώγη, να πίνη, ν’ αγαπά και να µισή, να ψηφίζη ή να µη ψηφίζη, αλλά πέραν των πράξεων αυτών ο σκοπός της ζωής του θα ήλλασσε. Ο κ. Σαρτρ επιµένει ότι ο υπαρξισµός δεν είναι µηδενισµός. Ηµπορεί ν’ αποβή δηµιουργικός, παρακινεί κάθε άτοµον εις το να επιζητήση µόνον του την σωτηρίαν του, αλλά και όταν ακόµη όλαι αι ατοµικαί περιπτώσεις σωτηρίας αποκρυσταλλωθούν εις ένα ισχυρόν υπόδειγµα ζωής, ο υπαρξισµός δεν θ’ αναλάβη την σωτηρίαν του κόσµου…

 

 

Το µυαλό µου επιστρέφει τώρα εις την τελευταίαν µας συνάντησιν εις το Λονδίνον. ∆ιατηρώ ακόµη την εικόνα ενός κοντού και γεµάτου ανθρώπου, που το δεξιό του χέρι εκινείτο σπασµωδικά σαν εξηρθρωµένο. Εκαθήµεθα εις την σκιάν της εκκλησίας του Αγίου Παύλου, περιστοιχιζοµένης από µιαν ερειπωµένην έκτασιν. Ύστερα από σιωπήν ολίγων λεπτών µου είχεν ειπή – µιλώντας τόσον εις εµένα, όσον και εις τον εαυτόν του: «Κανένα άλλο έθνος δεν θα ηµπορούσε ν’ ανθέξη εις αυτήν την τραγωδίαν· αλλά ποίος ξέρει; Αυτά είναι έργα ψυχοπαθών. Όταν θ’ απαλλαγούµε από την βασιλείαν των τρελλών, δεν θα προκύψη ρήξις µεταξύ κοµµουνισµού, σοσιαλισµού και δηµοκρατίας… Αλλ’ όταν βλέπω αυτά τα ερείπια εις το Λονδίνον… και ύστερα από όσα άκουσα και ένοιωσα… κλονίζεται η εµπιστοσύνη µου προς την σωτηρίαν του ατόµου.

 

 

Το Λονδίνον έδωσε την χαριστικήν βολήν εις ό,τι ωρίµαζε εις το πνεύµα του εδώ και αρκετόν καιρόν. Τώρα όµως βιάζοµαι… δεν είναι καιρός για παραδοξολογίες… Πρέπει να είµαι δηµιουργικός…». Η απαισιοδοξία των αποχαιρετιστηρίων λέξεων του κ. Σαρτρ µε συνετάραξεν. Άραγε θα την διατηρήση και θα την µεταδώση εις τους πολυπληθείς φίλους και θαυµαστάς του εις το Παρίσι. Ελπίζω ότι θα γίνη το αντίθετο. Η θερµή νεότης και η φλογερά πίστις των Γάλλων υπαρξιστών και… υπαρξιστριών θα του τονώσουν την ψυχήν. Αλήθεια οι Γάλλοι υπαρξισταί παρουσιάζουν µιαν πολύ θελητικήν ιδιορρυθµίαν εις την ζωήν του Παρισιού.

 

 

Και πρώτα-πρώτα η εξωτερική των εµφάνισις τους διακρίνει από τους κοινούς θνητούς οι οποίοι περιορίζονται… εις το να χαίρωνται την ύπαρξίν των, αδιαφορούντες διά το βαθύτερον νόηµά της. Πάνοντε φρεσκοξυρισµένοι όλοι των σχεδόν εις την πρώτην των νεότητα, µε τα µαλλιά πλούσια και µακρά εν είδει χαίτης, µε τα υποκάµισα πολύ ανοικτά (τα κουµπιά έχουν απαγορευθή) και µε κάλτσες µε φαρδειές ρίγες από κτυπητά χρώµατα. Αι υπαρξίστριαι ακόµη νεαρώτεραι, µε τα µαλλιά µακρυά µέχρι του τραχήλου, µε ανδρικά πανταλόνια, µε το µέτωπον καθαρόν (η υπαρξίστρια δεν µακιγιάρεται ποτέ), συγκεντρώνονται διά να απαγγείλουν το «Κεκλεισµένων των θυρών» και το «Θα πάω να φτύσω επάνω εις τους τάφους σας».

 

 

Οι πολίται του Σαιν Ζερµαίν-Ντε-Πρε αποτελούν µιαν πραγµατικήν διεθνή αποικίαν, όπως το παλαιόν ή µάλλον το αιώνιον Μονπαρνάς. Και εδώ, όπως και εις το Μονπαρνάς, επικρατούν οι Σκανδιναυοί και οι Βορειοαµερικανοί. ∆ιά την εξυπηρέτησιν της ετεροκλήτου αυτής πελατείας υπάρχουν περί τα είκοσι καφενεία, µπαρ και εστιατόρια, πάντοτε γεµάτα κόσµο και πάντοτε γεµάτα ευθυµίαν. Μεταξύ όλων αυτών των «παρεκκλησίων» της αµεριµνησίας, το κυριώτερον, πραγµατική «alma mater» είναι το «Καφέ ντε Φλορ», µια µεγάλη αίθουσα, επί της λεωφόρου Σαιν-Ζερµαίν, που φιλοξενεί ανέκαθεν ανθρώπους των γραµµάτων. Μέσα εις την αίθουσαν αυτήν προ ηµίσεος αιώνος ο βασιλόφρων συγγραφεύς Σαρλ Μωρράς εδέχετο τους πολιτικούς και φιλολογικούς του φίλους και όταν κανείς του αντιµιλούσε, του εξαπέλυεν ένα πιατάκι εις το κεφάλι.

 

 

Η συνήθεια όµως αυτή δεν εχαρακτήριζε µόνον τον Μωρράς, αλλ’ ήτο κοινόν κτήµα όλων σχεδόν των κοινωνικών µεταρρυθµιστών. Το «Καφέ ντε Φλορ» σήµερα, ευρισκόµενον υπό την αιγίδα των υπαρξιστών, έχει µεγαλυτέραν επιβλητικότητα. Φυσικά, όπου υπάρχει νεότης, υπάρχει και θόρυβος. Αλλ’ ο θόρυβος, υπό το νέον καθεστώς των υπαρξιστών διατηρείται µέχρι του µεσονυκτίου, οπότε ο… Πασκάλ, ο σερβιτόρος, έχων παχύ επίχρισµα φιλολογικής καταρτίσεως, κατεβάζει τα σιδηρά ρολλά και οι πλείστοι πελάται κατευθύνονται προς άγραν κλίνης, διότι µερικοί, ελλείψει χρηµάτων, δεν διαθέτουν κοιτώνα.

 

 

Οι πλουσιώτεροι εξ αυτών, πριν κοιµηθούν, περνούν από το «Πράσινον Μπαρ», όπου είναι ενθρονισµένος ο κόµις Ζακ Ντε Μπωµόν, εν µέσω νεαρών αριστοκρατών, ή εις τις «Πάπιες», κέντρον ευρισκόµενον επί της οµωνύµου µικράς οδού (παρόδου της οδού Αγ. Σουλπικίου), µιας οδού τόσον παλαιάς και τόσον παρισινής, ώστε ο συγγραφεύς Φρανκονί, πολεµιστής του άλλου πολέµου, διεκήρυσσεν ότι θα πέθαινε γι’ αυτήν – και πράγµατι απέθανε γι’ αυτήν. Εις τις «Πάπιες» εδρεύουν ο πατήρ και η µήτηρ του υπαρξισµού: Ο Σαρτρ και η Σιµόνη Ντε Μπωβουάρ, µε τον «σινεάστ» Λωράν Μπο και τον κ. Αλµπέρ Καµύ. Οι πλείστοι εκ των πελατών τούτων δεν γνωρίζουν ούτε και οι ίδιοι πώς εξοικονοµούν τα µέσα για να ζήσουν.

 

 

Τους φλογίζει όµως η θέρµη της πίστεως και η αυτοπεποίθησις. Ήδη η επιτυχία και η αναγνώρισις χαϊδεύει µερικούς εξ αυτών µε τα φτερά της. Μιαν ηµέραν, θα έλθη και η δόξα, συνοδευοµένη από χρήµα άφθονον, αυτοκίνητα, πολυτελείς αµφιέσεις κλπ. Από εκείνην την ηµέραν οι ευτυχείς υπαρξισταί ή υπαρξίστριαι θα αισθανθούν συχνά ότι κάτι ακριβό τους λείπει: Η γεµάτη στέρησιν, πίστιν και αµεριµνησίαν ζωή του «Καφέ ντε Φλορ».

 


Του Vincent Brome, Η Καθηµερινή, 7 Αυγούστου 1947

 

 

www.kathimerini.gr

Διαβάστε Επίσης

πατήστε & διαβάστε το 7ο τεύχος
Διαβάστε δωρεάν τα πρώτα κεφάλαια...
Δείτε το κανάλι μας...