Είναι πουλί της Στέπας και των ελών. Αναπαράγεται στην Κεντρινή Ασία και τη Σιβηρία. Συνήθως αφήνει τα αβγά του σε μια τρύπα στο έδαφος που σκάβει το θηλυκό. Στη περίοδο του ζευγαρώματος τα αρσενικά επιδίδονται σε επιδεικτικές πτήσεις που περιλαμβάνουν απότομες ανόδους με χτύπημα των φτερών μεταξύ τους. Οι απειλές μεταξύ των μνηστήρων περιορίζονται στο ανασήκωμα των φτερών, ίσως για να δείξουν μεγαλύτερο ανάστημα.
Τον χειμώνα φθάνουν στην Ελλάδα, σε μικρές ομάδες, συνήθως στις πιο βόρειες περιοχές. Συχνά κουρνιάζουν στο έδαφος ή ανάμεσα σς ρείκια. Εχοντας εξαιρετική όραση κυνηγάνε την ημέρα και τη νύχτα. Τρέφεται κυρίως με τρωκτικά και λιγότερο με σαύρες, βατράχια και μικρά πουλιά.
Το μήκος σώματος του Βαλτόμπουφου κυμαίνεται από 34 έως 42 εκατοστά. Τα θηλυκά είναι βαρύτερα και ζυγίζουν κατά μέσο όρο 420 γραμμάρια, ενώ τα αρσενικά 350 γραμμάρια. Το άνοιγμα των φτερών είναι 97 έως 107 εκατοστά, με τα θηλυκά να έχουν μεγαλύτερο άνοιγμα από τα αρσενικά. Χαρακτηριστικό του είδους είναι το μαύρο χρώμα γύρω από τα μάτια, ή έντονα κίτρινη ίριδα, το στρογγυλό κεφάλι με τα μή συνήθως ορατά αντία.
Έχει φτέρωμα καστανό με διαμήκεις λουρίδες πιο σκούρες στα ανώτερα μέρη και κιτρινωπές στα κατώτερα. Σε αντίθεση με όλες τις άλλες κουκουβάγιες, ο Βαλτόμπουφος πετάει συχνά ψηλά.