Άρθρο της Εύης Βεργοπούλου, γενικής γραμματέως του Οικονομικού Επιμελητηρίου Δυτικής Ελλάδας & ΒΔ Πελοποννήσου
Όταν προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ άνοιξε συζήτηση για τη φορολογική δικαιοσύνη στην Ελλάδα, με έμφαση στη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου και των υψηλών εισοδημάτων, δέχθηκε συντονισμένη επίθεση από τη Νέα Δημοκρατία για δήθεν κρυφή αντι-αναπτυξιακή ατζέντα που θα διώξει τις επενδύσεις από τη χώρα, ενώ τα στελέχη της διακήρυτταν ότι δεν θα επιβληθεί κανένας νέος φόρος. Τώρα που η κυβέρνηση αθετεί όσα έλεγε προεκλογικά και φέρνει στη Βουλή ένα σχέδιο νόμου που «εξοντώνει» οικονομικά μόνο τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες με «κεφαλικό φόρο», θυμήθηκε ότι υπάρχει ανισοκατανομή φορολογικών βαρών.
Αντί όμως να παρουσιάσει ένα στοχευμένο και επεξεργασμένο πλαίσιο για την πάταξη της φοροδιαφυγής, επαναφέρει τον αναχρονιστικό θεσμό των τεκμηρίων και επιβάλλει οριζόντια μέτρα, τα οποία είναι προφανώς άδικα γιατί «τσουβαλιάζουν» κάθε ελεύθερο επαγγελματία, αγνοώντας την πραγματικότητα. Δεν βγάζουν όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες 10.920 ευρώ το χρόνο και δεν είναι δεδομένο ότι κάθε χρόνο θα έχουν κέρδη.
Προφανώς η κυβέρνηση εκτιμά ότι το 2024 θα προκύψουν προβλήματα εκτέλεσης στον προϋπολογισμό και αντί για πλεονάσματα, θα οδηγηθεί ξανά η χώρα σε ελλείμματα, όπως στην αλήστου μνήμης περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή, που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Για αυτόν τον λόγο, επιλέγει την αφαίμαξη της μικρής και μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας αντί να κυνηγήσει τον μεγάλο πλούτο. Με αυτήν την πολιτική, θα περιοριστεί ο ρυθμός ανάπτυξης, πολλές μικρές επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να κλείσουν και η αγορά θα οδηγηθεί σε ολιγοπωλιακές-μονοπωλιακές καταστάσεις.
Προφανώς δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, διότι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος φανερώνουν ότι υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Απέναντι σε αυτό το πρόβλημα η λύση δεν είναι αυτό που κάνει η Νέα Δημοκρατία, δηλαδή «χτύπημα» στους μικρούς και «χάδι» στους μεγάλους, αφού οι φοροαπαλλαγές παραμένουν ανέγγιχτες.
Η δική μας πρόταση είναι η προοδευτική φορολόγηση, η παροχή κινήτρων για αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και η αξιοποίηση όλων των ψηφιακών εργαλείων για ελέγχους σε πιθανές εστίες μεγάλης φοροδιαφυγής, όπως γίνεται σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.