Δεν «κοστίζει» τίποτα προεκλογικά στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ να μοιράζουν ανέξοδες υποσχέσεις για «αυξήσεις» στους μισθούς. Οι εργαζόμενοι έχουν συνηθίσει σε τέτοιες «δεσμεύσεις», οι οποίες δεν αμφισβητούν ούτε «τρίχα» από το αντεργατικό πλαίσιο συμπίεσης των πραγματικών μισθών, κάτι που προδιαγράφει και το ποια θα είναι η πολιτική της επόμενης κυβέρνησης, μ’ όποιους κι αν σχηματιστεί. Για παράδειγμα, όλοι «δεσμεύονται» προεκλογικά για ονομαστικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Τι κρύβουν;
Οτι σύμφωνα με τον μνημονιακό νόμο Βρούτση – Αχτσιόγλου, η προσαρμογή που αποφασίζει ο εκάστοτε υπουργός γίνεται με βάση τους δείκτες της «ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας», δηλαδή με βάση τι συμφέρει κάθε φορά τους επιχειρηματικούς ομίλους. Επομένως, κριτήριο ακόμα και για τις μικρότερες αυξήσεις είναι τα «όρια» που θέτει το κεφάλαιο έτσι ώστε να θωρακίζει την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητά του. Από την άλλη, ακόμα κι αν δοθούν τελικά κάποιες αυξήσεις, αυτές δεν θα καλύψουν ούτε τις απώλειες που είχαν οι εργαζόμενοι όλα αυτά τα χρόνια. Πόσο μάλλον τις πραγματικές ανάγκες που διευρύνονται διαρκώς.
Και, βέβαια, δεν πρόκειται να καλύψουν τις τεράστιες απώλειες από την ακρίβεια, που ήρθε για να μείνει, ειδικά στα τρόφιμα, στα καύσιμα και σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Ενώ η περαιτέρω εμπορευματοποίηση σε Υγεία, Παιδεία, σε ύδρευση κ.λπ., όπως ορίζουν τα προαπαιτούμενα του Ταμείου Ανάκαμψης, σημαίνει ακόμα μεγαλύτερες μελλοντικές επιβαρύνσεις για τους εργαζόμενους. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι υπουργικές αποφάσεις, πρώτα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και μετά της ΝΔ, για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, τον έχουν φέρει σήμερα στο επίπεδο που ήταν πριν από 12 χρόνια (!) ενώ ο μέσος μισθός παραμένει κατά 25% μικρότερος σε σχέση με το 2011.
Εκτός από τον εκτρωματικό νόμο για τον κατώτατο μισθό, το εργατικό εισόδημα είναι εκτεθειμένο σε όλους τους αντεργατικούς νόμους των ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ, που σμπαραλιάζουν τις εργασιακές σχέσεις, έχουν κάνει κυρίαρχες τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και «κανονικότητα» τις 7.000 απολύσεις τη μέρα, αποτέλεσμα της απογείωσης της «ευελιξίας».
Εχουν κάνει καθεστώς τα εξαντλητικά ωράρια και τις απλήρωτες υπερωρίες, υπηρετώντας, από τη μία, τη μείωση των πραγματικών μισθών και, από την άλλη, την προστασία της μεγαλοεργοδοσίας από τις δίκαιες διεκδικήσεις των εργαζομένων για ουσιαστικές αυξήσεις. Χιλιάδες υποαπασχολούμενοι (το 1/3 των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα) δεν δικαιούνται καν τον κατώτατο μισθό και καλούνται να επιβιώσουν με μόλις 330 ευρώ καθαρά!
Επομένως, όσες αυξήσεις κι αν υποσχεθούν, αυτές θα γίνονται «καπνός» από την άλλη τσέπη, με την ένταση της φορολογίας, για να φοροαπαλλάσσεται και να ενισχύεται με νέα προνόμια το κεφάλαιο, επιβεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχει καπιταλιστική ανάπτυξη από την οποία να κερδίζουν μαζί εργαζόμενοι και αφεντικά. Άλλωστε, ακόμα κι εκεί που υπογράφτηκαν συμβάσεις και υπήρξαν κάποιες αυξήσεις, αυτές δεν χαρίστηκαν στους εργαζόμενους από την εργοδοσία και το κράτος. Αντίθετα, χρειάστηκε σύγκρουση και ανυποχώρητη διεκδίκηση, αλλά και συνεχής πάλη για την εφαρμογή τους, με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή, όπως στους οικοδόμους, στους μεταλλεργάτες, στους λιμενεργάτες της COSCO, στους διανομείς της «e-food».
Γι’ αυτό, λοιπόν, το δίκαιο αίτημα των εργαζομένων για πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς δεν μπορεί παρά να εκφραστεί και στις 21 Μάη με την καταψήφιση των ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και την αποφασιστική στήριξη του ΚΚΕ. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να δυναμώσει η διεκδίκηση, για να βρεθεί στο στόχαστρο όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο που έχτισαν με τους νόμους τους όσοι κυβέρνησαν και κυβερνούν τη χώρα.
*Χρήστος Γιάνναρος, Υποψήφιος βουλευτής Ηλείας με το ΚΚΕ, Γραμματέας της Τ.Ε. Ηλείας του ΚΚΕ.