Ο ταχυδακτυλουργός της Παναγίας

Γράφει ο Paulo Coelho

 

 

Λέει ένας μεσαιωνικός μύθος ότι κάποτε στη χώρα που σήμερα είναι γνωστή ως Αυστρία ζούσε η οικογένεια Μπούκαρντ, που την αποτελούσαν ένας άνδρας, μια γυναίκα και ο μικρός γιος τους. Η οικογένεια συμμετείχε στις χριστουγεννιάτικες γιορτές απαγγέλλοντας ποιήματα, τραγουδώντας μπαλάντες παλιών τροβαδούρων και κάνοντας ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να διασκεδάζουν τον κόσμο. Φυσικά, ποτέ δεν περίσσευαν χρήματα για δώρα, όμως ο άνδρας έλεγε πάντα στον γιο του: “Ξέρεις γιατί ο σάκος του Αγιου Βασίλη δεν αδειάζει ποτέ, παρ’ όλο που στο κόσμο υπάρχουν τόσο πολλά παιδιά; Επειδή, παρά το ότι είναι γεμάτος με παιχνίδια, μερικές φορές ο Αγιος Βασίλης έχει πιο σημαντικά πράγματα να παραδώσει, που λέγονται ‘αόρατα παιχνίδια’. Την πιο άγια νύχτα της χριστιανοσύνης, προσπαθεί να φέρει την αρμονία στα διχασμένα σπίτια. Εκεί που λείπει αγάπη, σπέρνει τον σπόρο της πίστης στην καρδιά των παιδιών. Εκεί που το μέλλον φαντάζει μαύρο και αβέβαιο, φέρνει την ελπίδα. Στη δική μας περίπτωση, όταν έρχεται να μας επισκεφθεί, την επόμενη ημέρα είμαστε όλοι χαρούμενοι που ζούμε και που κάνουμε τη δουλειά μας, δηλαδή να διασκεδάζουμε τον κόσμο. Να το θυμάσαι αυτό”.

 

 

Ο καιρός πέρασε, το αγόρι έγινε παλικάρι και μια μέρα η οικογένεια βρέθηκε μπροστά στο επιβλητικό αββαείο της Μελκ, που μόλις είχε κτιστεί.
“Πατέρα, θυμάστε που μου είπατε πριν από χρόνια την ιστορία του Αγιου Βασίλη και των αόρατων δώρων του; Νομίζω ότι κι εγώ κάποτε δέχθηκα ένα από αυτά τα δώρα: την κλήση να γίνω ιερέας. Θα σας πείραζε αν έκανα το πρώτο βήμα στον δρόμο που πάντα ονειρευόμουν;”
Παρ’ όλο που το ζευγ΄ρι είχε ανάγκη τον γιο του, κατάλαβε και σεβάστηκε την επιθυμία του. Χτύπησαν την πόρτα του αββαείου, οι μοναχοί τους καλωσόρισαν θερμά και με αγάπη και δέχθηκαν τον νεαρό Μπούκαρντ ως δόκιμο.

 

 

Εφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων. Κι εκείνη ακριβώς την ημέρα, ένα ξεχωριστό θαύμα συνέβη στη Μελκ: η Παναγία, κρατώντας το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά, αποφάσισε να κατέβει στη Γη και να επισκεφθεί το Αββαείο.
Ολοι οι μοναχοί, γεμάτοι περηφάνεια, σχημάτισαν μια μεγάλη ουρά και ο καθένας τους στάθηκε προσοχή μπροστά στην Παρθένο, για να υποβάλει τα σέβη του στη Μητέρα και τον Γιο. Κάποιος τους έδειξε τις όμορφες ζωγραφιές που διακοσμούσαν τον χώρο, ένας άλλος έφερε ένα αντίτυπο της Βίβλου που για την αντιγραφή και την εικονογράφησή του είχαν χρειαστεί εκατό χρόνια κι ένας τρίτος είπε τα ονόματα όλων των αγίων.

 

 

Ο νεαρός Μπούκαρντ στεκόταν ανήσυχος στο τέλος της ουράς. Οι γονείς του ήταν απλοί άνθρωποι και το μόνο που του είχαν μάθει ήταν να πετάει μπακάλια στον αέρα και να κάνει μερικά ταχυδακτυλουργικά κόλπα.
Οταν ήρθε η σειρά του, οι άλλοι μοναχοί θέλησαν να βάλουν τέλος στη διαδικασία, γιατί ο πρώην ταχυδακτυλουργός δεν είχε και τίποτα σημαντικό να πει και μπορεί να αμαύρωνε την εικόνα του αββαείου. Ψστόσο, στα βάθη της καρδιάς του ο νεαρός ένιωθε κι αυτός την ανάγκη να δώσει κάτι δικό του στον Ιησού και την Παρθένο.

 

 

Ντροπαλός, νιώθοντας τα επικριτικά βλέμματα των αδελφών του, έβγαλε μερικά πορτοκάλια από την τσέπη του και άρχισε να τα πετάει ψηλά και να τα ξαναπιάνει σχηματίζοντας έναν όμορφο κύκλο στον αέρα, όπως και τότε που γυρνούσε τα πανηγύρια της περιοχής με την οικογένειά του.
Τότε μόνο ο μικρός Ιησούς άρχισε να χτυπαει τα χέρια του χαρούμενος στην αγκαλιά της Παναγίας. Και η Παρθένος έτεινε τα χέρια στον νεαρό μοναχό, δίνοντάς του να κρατήσει για λίγο το Βρέφος, που δεν σταματούσε να χαμογελά.

 

 

Ο μύθος λέει ότι ύστερα από αυτό το θαύμα, κάθε διακόσια χρόνια ένας νέος Μπούκαρντ χτυπά την πόρτα του αββαείου της Μελκ, τον καλοδέχονται και, όσο βρίσκεται εκεί, τα “αόρατα δώρα” μεταμορφώνουν την καρδιά όλων αυτών που τον γνωρίζουν.

Διαβάστε Επίσης

Ασφυξία

Οι μαζικές συγκεντρώσεις της περασμένης Κυριακής σε όλη τη χώρα αλλά και στο νομό μας για τα Τέμπη έδειξαν

πατήστε & διαβάστε το 23ο τεύχος
πατήστε στην εικόνα & διαβάστε...
Δείτε το κανάλι μας...