Παρά την αύξηση που δόθηκε, ο κατώτατος μισθός συνεχίζει να είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, όπως ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων είναι «εξαρτημένοι» από τον μισθό τους. Μέσω αυτού μπορούν να ικανοποιούν ορισμένες από τις βασικές ανάγκες τους. Αυτός είναι, άλλωστε, ο βασικός λόγος που πηγαίνουν για εργασία.
Φαίνεται, όμως, ότι στη χώρα μας τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά σε αυτό τον τομέα. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει η ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), καθώς ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, όπως ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό σημαίνει, σε απλά λόγια, πως 650.000 εργαζόμενοι στη χώρα μας που πληρώνονται με το βασικό μισθό, νέοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Και αυτό παρά την αύξηση που δόθηκε πριν από μερικούς μήνες, οπότε κι ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε στα 713 ευρώ, μεικτά, δηλαδή στα 611 ευρώ καθαρά.
Η αύξηση αυτή, που άγγιζε το 7.5%, στην πραγματικότητα εξαϋλώθηκε από τον πληθωρισμό, που τρέχει τους τελευταίους μήνες κοντά σε διψήφιο ποσοστό. Δώρο-άδωρο, επομένως; Όχι, σε καμία περίπτωση. Ίσως ανεπαρκές. Και αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση προανήγγειλε ήδη νέα αύξηση για τον Μάιο του 2023, για τα 753 ευρώ, μεικτά.
Θα επιστρέψει, δηλαδή, στα επίπεδα που ήταν το 2010, με 13 χρόνια απόσταση. Αν κάνουμε, όμως, τον κόπο να συγκρίνουμε το πόσο αυξήθηκαν οι τιμές σε τομείς όπως η ενέργεια, τα καύσιμα και τα βασικά ήδη διατροφής, από τότε ως σήμερα, τότε θα μας πιάσει η καρδιά μας.
Τα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσαν από μόνα τους να απαντήσουν σε μια σειρά από ερωτήματα που θέτουν στο τραπέζι του διαλόγου διάφοροι δημοσιολογούντες. Όπως, το γιατί οι νέοι φεύγουν πιο αργά από τα πατρικά τους, σε αντίθεση με τους συνομηλίκούς τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ή γιατί δεν επιλέγουν να κάνουν να κάνουν οικογένεια ή ακόμα και το εντελώς ρηχό «γιατί προτιμούν να κάθονται παρά να πάνε να δουλέψουν;». Επειδή, πολύ απλά, ο μισθός που τους προσφέρεται σε αρκετές περιπτώσεις είναι πολύ χαμηλότερος από τα προσόντα τους και δεν είναι ικανός να τους προσφέρει αξιοπρεπή διαβίωση. Τόσο απλά.
Η αλήθεια, πάντως, είναι πως μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού το 2022, η Ελλάδα ανήλθε στην 11η θέση στην Ευρώπη, από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Στο διά ταύτα, όμως, φαίνεται πως δεν αρκεί συνυπολογίζοντας πάντα τον πληθωρισμό και την «έκρηξη» στις τιμές των ενοικίων.
Επομένως, φαντάζει λογικό το γεγονός ότι το ύψος του κατώτατου μισθού θα είναι και ένα από τα βασικά σημεία αντιπαράθεσης των κομμάτων στον δρόμο προς τις επόμενες εκλογές. Η Νέα Δημοκρατία θα μπορεί να ισχυριστεί ότι ως κυβέρνηση, θα έχει πραγματοποιήσει δύο αυξήσεις που σωρευτικά θα αγγίζουν το 15%. Τις μεγαλύτερες από την επιβολή των μνημονίων και μετά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, θα επαναλαμβάνει πως όταν βρέθηκε στην εξουσία αύξησε τον βασικό μισθό κατά 11% γενικά και κατά 22% για τους νέους, καθώς μέχρι το 2017 ίσχυε η μνημονιακή παράνοια των χαμηλότερων μισθών για τους εργαζόμενους ηλικίας έως 25 ετών. Επίσης, στο πρόγραμμά του έχει ως «σημαία» την εδώ και τώρα αύξηση στα 800 ευρώ, αλλά και την επαναφορά και την υποχρεωτική επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων.
Το ΠΑΣΟΚ είχε ζητήσει να ισχύσει από πέρσι η αύξηση στα 751 ευρώ, ενώ το ΚΚΕ υπογραμμίζει ότι ο κατώτερος μισθός πρέπει να ξεκινάει από τα 825 ευρώ, με την υπογραφή κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων, καθώς και με αυξήσεις μεγαλύτερες του πληθωρισμού.
Ωραία όλα αυτά, αλλά το ερώτημα παραμένει: ακόμα και ένας μισθός πέριξ των 800 ευρώ είναι πλέον αρκετός για να ζει αξιοπρεπώς κάποιος;