Ο μεγάλος μας συγγραφέας Ανδρέας Καρκαβίτσας, που σφράγισε με την ευδόνητη ευαισθησία του και τον λυρικό κραδασμό του τα ελληνικά γράμματα, έδωσε το έναυσμα για μια διεξοδικότερη θεώρηση του έργου και της συμβολής του από την λογοτεχνική κριτική.
Ο γεννημένος στην πατρώα Ηλειακή γή Α. Καρκαβίτσας, θεωρείται ο θεμελιωτής της ηθογραφίας στο ελληνικό διήγημα και μαζί με τον Α. Παπαδιαμάντη αποτελούν τους αρχιτέκτονες – με το ξεχωριστό ειδικό βάρος συμβολής ο καθένας – της πεζογραφικής μας ηθογραφίας. Πως όμως στέκεται κριτικά απέναντι στους δυο μεγάλους μας δημιουργούς ο βάρδος της ελληνικής ποίησης Κωστής Παλαμάς ; Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω αξιολογικός του σχολιασμός «Και αν κάποιος παράξενος των αξιών ζυγιστής με πειθανάγκαζε να διαλέξω αποκλειστικά μεταξύ Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα θα έστεκα ευλαβικά ξέσκεπος μπροστά στον πρώτο, θα του φιλούσα το χέρι και θα ψήφιζα για τον δεύτερο».
Ποιο είναι όμως είναι το ιστορικοικοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαπλάθεται η ιστορική ταυτότητα του Καρκαβίτσα; Γύρω στα τέλη του 19 αιώνα ο ρομαντισμός αρχίζει να εξασθενίζει σαν κυρίαρχη αισθητική τάση. Και ένα νέο είδος η ηθογραφία, αναδύεται στον λογοτεχνικό μας ορίζοντα. Αντλεί τις ρίζες του στην προσπάθεια που καταβάλλεται από αρκετούς λογίους μας για να αναδείξουν τα ήθη, τα έθιμα και την παράδοσή μας, ενώ υποβοηθείται ζωτικά από τα ρεύματα του νατουραλισμού και του ρεαλισμού, που αρχίζουν να κυριαρχούν στην Ευρώπη.
Πρακτικά ο χώρος μέσα στον οποίο τεχνουργείται το ρεύμα της ηθογραφίας είναι οι εφημερίδες και τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, μετά οποία οι μεγάλοι μας πνευματικοί δημιουργοί αναπτύσσουν συνεργασίες. Ένα ακόμα όμως γεγονός που θα συμβάλει στην ανάδειξη της ηθογραφίας, με τις γενικότερης επιπτώσεις του στην εθνική ζωή, είναι ή ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897. Το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης θα σμιλεύει τον χαρακτήρα των Ελλήνων και αυτό αναπότρεπτα, θα αποτυπωθεί και στη λογοτεχνική μας παραγωγή. Μέσα σ΄ αυτό το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο η ηθογραφία αναγορεύεται σε κυρίαρχο αισθητικό ρεύμα της λογοτεχνίας μας.
Από τα σπλάγχνα της θα ξεπηδήσουν φοβερές φυσιογνωμίες, που μένουν και μετά την πάροδο ενός αιώνα μέχρι σήμερα, ανεξίτηλες και διαχρονικά επίκαιρες. Τέτοια είναι και αυτή του «Ζητιάνου» του Καρκαβίτσα, που με τόσο μαστοριά και ψυχογραφική ευστοχία πλάθει ο Ηλείος συγγραφέας. Ενός τύπου κυνικού και αδίσταχτου, που με τις στρεβλώσεις της ψυχής του εκμεταλλεύεται τους αδύναμους αγρότες της Θεσσαλίας και επιδεικνύει ασύγγνωστη σκληράδα για τους αδυνάτους και επαχθή δουλοπρέπεια για τους ισχυρούς. Πόσο επίκαιρος είναι αλήθεια ο Ζητιάνος σήμερα στην ελληνική κοινωνία;
Η ηθογραφία χρονικά εκτεινόμενη μέχρι το 1930 – οπότε έχουμε την έλευση της ομώνυμης λογοτεχνικής μας γενιάς – θα περικλείσει στους κόλπους της όλες τις μεγάλες δημιουργίες της πεζογραφικής παραγωγής της εποχής. Σ αυτή την αξιολόγηση καταλήγει ο μεγάλος κριτικός της λογοτεχνίας μας Απ. Σαχίνης.Με πιο χαρακτηριστικά έργα, που αποτελούν κλασικές δημιουργίες της γραμματολογίας μας, τον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα, τον «Πατούχα» του Ιωάννη Κονδυλάκη, «Τον Πύργο του Ακροπόταμου» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, αλλά και «Τη ζωή και το θάνατο του Καραβέλα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Ωστόσο ο Ανδρέας Καρκαβίτσας κατέχει τα πρωτεία στην εύκαρπη και πολύχυμη αυτή πεζογραφική μας περιοχή.
Αναδείχτηκε μοναδικός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ενώ με την χυμώδη γλώσσα του που ήρε τις ρίζες της στη βρυσομάνα ελληνική παράδοση, δημιούργησε μέσα από το έργο του μια αξεπέραστη τοιχογραφία της ελληνικής ζωής. Εμπνευσμένης από την άρμη του κύματος και την αγωνία της τρικυμίας, αλλά και από την αναγεννητική δύναμη της ελληνικής επαρχίας, που τόσο πλουσιοπάροχα βίωσε με την ιδιότητά του, ως στρατιωτικός ιατρός. Έτσι κατέγραψε με παραστατική ενάργεια τις αγωνίες του καιρού του, φιλτραρισμένες μέσα από τις διαθλάσεις της δύσκολης και βασανισμένης ζωής που πέρασε και ο ίδιος ο συγγραφέας. Δίνοντας ηθικά πολυδύναμες εικόνες που εναλλάσσονται με περισσή δεξιοτεχνία, τόσο της ελληνικής υπαίθρου, όσο και του αιγαίου πελάγους.
Ας αρδεύσουμε εδώ μερικά στοιχεία της απαράμιλλης εκφραστικής ευλυγισίας και της λαγαρής γλώσσας του Α. Καρκαβίτσα, από το αξεπέραστο ναυτικό του διήγημα «Τα λόγια της Πλώρης» « Ο ένας σίφουνας, λιγνός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, κρεμόταν στα νερά μαύρος και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, κόπηκε άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολόνα, σκόρπισε η βάση του και απόμεινε γλωσσίδι κρεμασμένο από τα σύννεφα. Είδα να τεντώνει το λαιμό του εδώ και κεί, να κινεί τις φούντες του σαν φιδόγλωσσες, λες και ζητούσε κάτι στα νερά, και άξαφνα να κουλουριάζεται και να φωλιάζει στα σύσκοτα.
Ο τρίτος όμως, σταχτόμαυρος σαν κορμός λεύκας, αφού ρούφηξε και πρήστηκε καλά δραμπαλίστη και βάθιζε καταπάνω μας ……». Σύνδρομη είναι άλλωστε και η κριτική προσέγγιση του εξαίρετου κριτικού και λαογράφου μας Λ. Πολίτη, για το γλωσσικό εργαλείο και την ψυχογραφική τεχνική του Α. Καρκαβίτσα «η γλώσσα του είναι μια ακριβής παρατήρηση και μια δύναμη ψυχογραφική, γενικά ένας τόνος ρεαλιστικός …».
Παράλληλα όμως ο Α. Καρκαβίτσας επηρεάστηκε στην διάπλαση της ηθογραφικής πεζογραφικής του ταυτότητας, από τα ρεύματα του ρεαλισμού της εποχής, αλλά και τα σπουδαία μεταφρασμένα έργα των μεγάλων γάλλων και ρώσων δημιουργών. Του Ντοστογέφσκυ, του Τολστόι, του Ζολά, ενώ σημαντικές ήταν και οι επιδράσεις που δέχτηκε μέσω της πνευματικής ώσμωσης κατά την συναναστροφή του και με άλλους κορυφαίους έλληνες συγγραφείς και ποιητές της εποχής. Τον Γρ. Ξενόπουλο, τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο κ.α. Δικαίως λοιπόν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας μπορεί να διεκδικεί τον πρώτο ρόλο στην ελληνική αφηγηματική ηθογραφία και μαζί με τον Αλ. Παπαδιαμάντη, να αποτελούν τους διεξιοτέχνες ζωγράφους της νεοελληνικής ζωής.
Για την τεράστια συμβολή τους στην ελληνική γραμματολογία ευρύτερα, ο πάλαι ποτέ μεγάλος κριτικός στην «Καθημερινή» Αιμίλιος Χουρμούζιος έγραψε « … είναι οι πατέρες της ηθογραφικής μας λογοτεχνίας και ενώ ο πρώτος είναι περισσότερο ζωγράφος και ηθολόγος, ο δεύτερος είναι περισσότερο ψυχογράφος και ανατόμος».
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στην ευσύνοπτη και βασανισμένη ζωή του – πέθανε νέος στα 57 του χρόνια- πρόλαβε να αποτυπώσει με αδρές πινελιές τους πόνους και τους καημούς του ελληνικού λαού στην εποχή του. Το ακατανίκητο πείσμα – σαν του Οδυσσέα – και τον μισεμό των ναυτικών μας, αλλά και την πικρή και στυφή ζωή των κολίγων της υπαίθρου μας, που πάλευαν με δύναμη ψυχής, για ένα κομμάτι ψωμί, αντίπερα στις κοινωνικές στρεβλώσεις της εποχής και την τραγική τους μοίρα.
Τα κείμενά του σήμερα δεν αποτελούν λογοτεχνικές καταγραφές μιας αλλοτινής εποχής, αλλά ηθικά πολυδύναμα και δροσερά νάματα, μιας ευλύγιστης και απροσέγγιστης σε αισθητική τελειότητα γλώσσας. Και είναι καιρός η ελληνική πολιτεία να αναβιβάσει τον Ηλείο δημιουργό, στο βάθρο που του αξίζει.
www.pavramopoulos.gr