Πρόκειται για ένα ρώσικο παραμύθι με πολλά διδάγματα:
«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας γέρος ψαράς μαζί με την γριά του σε ένα μικρό καλύβι δίπλα στη θάλασσα. Μια μέρα, καθώς ο γέροντας ψάρευε, έπιασε στα δίκτυα του ένα χρυσόψαρο. Αυτό, μιλώντας με ανθρώπινη φωνή, τον παρακάλεσε να το ελευθερώσει και θα του έκανε όποια χάρη ήθελε. Ο γέροντας το λυπήθηκε και το ελευθέρωσε χωρίς να του ζητήσει κάτι.
Επιστρέφοντας στο καλύβι του διηγήθηκε το τι συνέβη στη γριά του η οποία τον μάλωσε που δεν ζήτησε τίποτα από το χρυσόψαρο και τον έστειλε στη θάλασσα να του ζητήσει ως χάρη μια καινούργια σκάφη για να ζυμώνει τα ψωμιά της. Ο γέροντας πήγε στη θάλασσα και αφού φώναξε στο χρυσόψαρο κι αυτό εμφανίστηκε μπροστά του, του ανέφερε την επιθυμία της γριάς του. Επιστρέφοντας στο καλύβι είδε ότι είχαν αποκτήσει καινούργια σκάφη.
Η γριά όμως δεν ήταν ευχαριστημένη και τον έστειλε πάλι στη θάλασσα να ζητήσει από το χρυσόψαρο ένα σπίτι. Ο γέρος υπάκουσε και αφού κάλεσε πάλι το χρυσόψαρο του εξήγησε την επιθυμία της γριάς του. Το ψάρι του απάντησε να επιστρέψει πίσω και η επιθυμία του θα πραγματοποιηθεί. Πράγματι, επιστρέφοντας είδε ότι είχαν αποκτήσει ένα όμορφο σπίτι.
Όμως η γριά ήθελε περισσότερα. Τώρα, ζητούσε πλούτη, πολλά πλούτη. Ο γέρος ζήτησε ξανά από το χρυσόψαρο να πραγματοποιήσει την επιθυμία της. Επιστρέφοντας γι ακόμη μια φορά είδε τη γριά με πολλά χρυσαφικά και υπηρέτες, αλλά αυτή δεν ευχαριστήθηκε ούτε με αυτά. Ανάγκασε τον γέρο ψαρά να ζητήσει από το χρυσόψαρο να την κάνει βασίλισσα. Ούτε τώρα το χρυσόψαρο αρνήθηκε την χάρη. Πράγματι, επιστρέφοντας στο σπίτι, ο γέρος την είδε να κάθεται σε βασιλικό θρόνο και α διατάζει τους αυλικούς της.
Πέρασε λίγος καιρός αλλά η γριά δεν ήταν ευχαριστημένη. Τώρα ήθελε μνα γίνει αρχόντισσα των θαλασσών και να διατάζει όλα τα ψάρια. Μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά ο γέρος επέστρεψε στη θάλασσα και ζήτησε από το χρυσόψαρο να πραγματοποιήσει και αυτή, την τελευταία της επιθυμία. Το χρυσόψαρο δεν απάντησε. Κούνησε την ουρά του και χάθηκε στη θάλασσα.
Όταν ο γέρος βαρέθηκε να περιμένει την επιστροφή του πήρε το δρόμο για το σπίτι. Φτάνοντας βρήκε την παλιά καλύβα και την γριά του να κάθεται δίπλα από την σπασμένη σκάφη».