του Νίκου Πέτρου*
Με αφορμή τη συμπλήρωση 30 ετών από την υιοθέτηση της Οδηγίας 92/43 για τους Οικοτόπους η οποία έθεσε τη βάση για τη δημιουργία του πανευρωπαϊκού δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης θέλει να εκφράσει την ανησυχία της για την παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει θετικά βήματα, με σημαντικότερο, το 2017, την επέκταση 63 υφιστάμενων περιοχών και τον χαρακτηρισμό 32 νέων, κυρίως στο θαλάσσιο τμήμα του, στο οποίο η κάλυψη διευρύνθηκε από το 6,1% σε περίπου 22% των υδάτων μας.
Όμως, σε ότι αφορά τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, διαδοχικοί νόμοι δεν έδωσαν λύσεις στα αδυναμίες που ταλάνιζαν το σύστημα των Φορέων Διαχείρισης (ΦΔ): την ανεπαρκή χρηματοδότηση, την υποστελέχωση, την ευθύνη για τεράστιες εκτάσεις και την απουσία ουσιαστικών αρμοδιοτήτων στα θέματα φύλαξης.
Με τον πλέον πρόσφατο νόμο 4685/2020 και τις μετέπειτα τροποποιήσεις του, η διαχείριση μεταφέρεται από τους τοπικούς ΦΔ σε έναν κεντρικό οργανισμό, τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), στον οποίο υπάγονται οι Μονάδες Διαχείρισης (ΜΔ) που αναλαμβάνουν την ευθύνη των περιοχών. Ο νέος οργανισμός έχει αναλάβει ήδη τις αρμοδιότητες και των 36 ΦΔ, δεν είναι όμως ακόμη πλήρως λειτουργικός.
Διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του νέου σχήματος, καθώς ο ΟΦΥΠΕΚΑ και οι ΜΔ εξακολουθούν να μην έχουν δεσμευτικό ρόλο στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων και δραστηριοτήτων που σχεδιάζονται ή πραγματοποιούνται στις περιοχές τους (όπως προβλεπόταν στον νόμο 4519/2018), το θέμα της φύλαξης και πάλι δεν αντιμετωπίζεται ουσιαστικά και μειώνεται η συμμετοχή των τοπικών φορέων και κοινωνιών αλλά και των περιβαλλοντικών οργανώσεων στη διαχείριση.
Το μεγαλύτερο μέρος του δικτύου Natura 2000 εξακολουθεί να μην προστατεύεται από νομοθετικές ρυθμίσεις. Τα δεδομένα που υποβάλλει η χώρα στην ΕΕ για την κατάσταση διατήρησης και χρησιμοποιούνται για την Επισκόπηση της Εφαρμογής της Περιβαλλοντικής Πολιτικής προέρχονται ακόμη από́ την περίοδο υποβολής εκθέσεων 2007-2012.
Η Ελλάδα καταδικάστηκε, τον Δεκέμβριο 2020, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση C-849/19) διότι δεν καθόρισε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (έως το 2012) τους απαιτούμενους στόχους και δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για προστατευόμενα είδη και οικοτόπους του δικτύου Natura 2000.
Οι υπάρχοντες στόχοι (μόνον για τα Εθνικά Πάρκα Σχινιά-Μαραθώνα και Κορώνειας-Βόλβης) και τα νομοθετήματα (24 ΠΔ, υπουργικές αποφάσεις και σχεδία διαχείρισης που καλύπτουν μόλις το 18,5% της έκτασης των ΕΖΔ) κρίθηκε ότι δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της Οδηγίας 92/43 διότι είναι γενικόλογα, αόριστα, αποσπασματικά, και απαιτούν επιπλέον μέτρα για την εφαρμογή τους.
Το μεγάλο οριζόντιο έργο εκπόνησης Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ) για τις 446 περιοχές Natura 2000 της χώρας, που ξεκίνησε το 2018 και επρόκειτο να τελειώσει το 2020 ώστε να αντιμετωπιστούν αυτές οι ελλείψεις, καθυστερεί αδικαιολόγητα. Οι ΕΠΜ είναι απαραίτητες για να προσδιοριστούν οι στόχοι διατήρησης και να καταρτιστούν ή να επικαιροποιηθούν τα σχέδια διαχείρισης και οι νομικές πράξεις προστασίας (Προεδρικά Διατάγματα).
Με τις μεταβολές στις χρήσεις γης και στους σχετικούς με αυτές όρους που επέφερε ο νόμος 4685, κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση των μελετητικών συμβάσεων και το έργο πάγωσε. Οι δηλώσεις του ΥΠΕΝ για ολοκλήρωση των ΕΠΜ μέσα στο 2021 δεν επιβεβαιώθηκαν και ο χρονικός ορίζοντας παραμένει αδιευκρίνιστος.
Παράλληλα ανησυχούμε για τη μεθοδολογική προσέγγιση, καθώς οι μελέτες βασίζονται σε παλαιά δεδομένα και δεν αντικατοπτρίζουν την σημερινή κατάσταση ειδών και οικοτόπων, όπως φάνηκε και από τις τρεις ΕΠΜ έχουν δημοσιοποιηθεί.
Ο νόμος 4685 προσέθεσε στις χρήσεις γης (όπως ορίζονταν από τον νόμο 1650/1986 και το ΠΔ 59/2018) πολλές νέες που, στην πραγματικότητα, είναι δραστηριότητες, λειτουργίες ή έργα.
Τα νέα στοιχεία και οι ασαφείς και ανοιχτοί σε ερμηνείες συσχετισμοί με τη ζώνωση των περιοχών δυσχεραίνουν πολύ την αποτελεσματική προστασία και πλέον ανοίγει ο δρόμος για δραστηριότητες όπως οι εξορύξεις, εγκαταστάσεις ΑΠΕ, πάρκα κεραιών κ.ά. εντός περιοχών Natura 2000. Το καθεστώς προστασίας είναι ακόμη δυσμενέστερο για προστατευόμενες περιοχές που δεν έχουν ενταχθεί στο δίκτυο, στις οποίες επιτρέπονται ακόμη και υψηλής όχλησης εγκαταστάσεις και δραστηριότητες.
Ταυτόχρονα, η εφαρμογή των νόμων παραμένει αποσπασματική, υπάρχει μεγάλο κενό γνώσης για την περιβαλλοντική νομοθεσία και τις δυνατότητες που παρέχει για την αντιμετώπιση παράνομων πράξεων (συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών, ανακριτικών και δικαστικών αρχών), η προστασία της βιοποικιλότητας παραμένει χαμηλά στις προτεραιότητες της διοίκησης και καθώς παράνομες πρακτικές όπως η λαθροθηρία, η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και η ανεξέλεγκτη συλλογή αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών συνεχίζονται.
Φαίνεται λοιπόν ότι, 30 χρόνια μετά την ίδρυση του δικτύου Natura 2000, η προστασία ειδών και οικοτόπων κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι.
*O Νίκος Πέτρου είναι ο Πρόεδρος Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης.