Επισιτιστική κρίση και διατροφική κυριαρχία

 

Τάκης Νικολόπουλος*

 

 

Στον αγροτικό τομέα και στην αγροδιατροφή η Πράσινη Συμφωνία φαίνεται να συνιστά ακόμα ένα πεδίο greenwashing -και νεοφιλελεύθερο άλλοθι-, με τα κράτη, τις αγροβιομηχανίες και τα λόμπι τους σε αγαστή συνέργεια.

 

 

Η διαφαινόμενη επισιτιστική-διατροφική κρίση, ως τμήμα της γενικότερης-γενικευμένης, καθολικής πλέον και συνεχούς κρίσης η οποία εναλλάσσει –αν δεν «συγχρονίζει»– τις μορφές της, φέρνει στην επιφάνεια και πάλι το αίτημα της διατροφικής κυριαρχίας (και όχι απλώς ασφάλειας) κυρίως για τις χώρες του Νότου και ειδικότερα της Αφρικής.

 

Η αγροτική ζωή στις χώρες αυτές, οι οποίες άλλοτε χαρακτηρίζονταν από κάποια διατροφική, παραγωγική και οικολογική ισορροπία, υφίσταται πλέον τις συνέπειες-ανισορροπίες της διεθνοποιημένης και χρηματιστικής-κερδοσκοπικής οικονομίας της αγοράς (με την αγορά ως υπέρτατο μηχανισμό αυτορύθμισης και όχι ως χώρο-τόπο).

 

Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην εμπορευματοποίηση-ολιγοπωλιοποίηση και εξάρτηση της αγροτικής τεχνογνωσίας, των καλλιεργητικών σπόρων και των αγροτικών εισροών-εφοδίων (λιπασμάτων, φαρμάκων κ.λπ.) νομικά κατοχυρωμένων (πατέντες), εκεί που πριν τα παραπάνω ήσαν «φυσικά», ελεύθερα και «κοινά».

 

Η υπερσυγκέντρωση της παραγωγής, η βιομηχανοποίηση, η χημειοποίηση και εντατικοποίηση της γεωργίας απαιτούν μεγάλες και γρήγορα αποδοτικές μονοκαλλιεργούμενες εκτάσεις. Εκτάσεις δηλαδή στραμμένες στις εξαγωγές, όπως εξάλλου και δαπάνες (χρηματοδοτήσεις-επιδοτήσεις) κεφαλαίων.

 

Τα παραπάνω οδήγησαν, εκτός από την οικοκλιματική καταστροφή, τη χαμηλή ποιότητα τροφής και τις υψηλές τιμές, στην ακραία φτώχεια των μικρών και μεσαίων αγροτών-καλλιεργητών και σε μαζική αγροτική έξοδο (όχι μόνο στον Νότο και στην Κίνα, αλλά και στην Ε.Ε.).

 

Η έννοια της αυτοδυναμίας-κυριαρχίας των τροφίμων επανέρχεται ως διεκδικητικό αίτημα και εναλλακτικό δομικό και ανθεκτικό αντίδοτο στην προαναφερθείσα κρίση και το εσωτερικό και εξωτερικό αδιέξοδο ενός μεγα-παραγωγικού συστήματος. Συνάδει δε αυτή με την επιταχυνόμενη συγκρότηση ενός νέου αγροτικού κινήματος με κύριο χαρακτηριστικό του την επαναφορά-επανάκτηση του μικρο-χωροτόπου από τους αγρότες, στη βάση μιας γενικότερης «επανατοπικοποίησης» και «επανεδαφικοποίησης» της οικονομίας.

 

Και τούτο, με στόχο μια αγροτική οικονομία των αναγκών (και όχι των αγαθών, των μεγεθών και της αποδοτικότητας) με συλλογικό και δημοκρατικό/συνεργατικό σχεδιασμό της παραγόμενης τροφής και των καλλιεργειών, σε συνδυασμό και με τον επίσης συλλογικό καθορισμό/σχεδιασμό των βασικών αναγκών των πολλών.

 

Στη διεκδικητική αυτή κατεύθυνση εγγράφεται και η αγροοικολογία αλλά και άλλες εναλλακτικές αλληλοσυμπληρούμενες μορφές καλλιέργειας (όπως η αει/μόνιμη καλλιέργεια-permaculture, οι κοινοτικά υποστηριζόμενες καλλιέργειες, η αναγεννητική γεωργία, η ολιστική γεωργία κ.ά.) με κύριο εκφραστή της, ιδίως στις χώρες του Νότου, το κίνημα της Via Campesina.

 

Η αγροοικολογία, η οποία προέκυψε το 2008 από το διεθνές κίνημα των αγροτών της Via Campesina με 182 οργανώσεις, γεννήθηκε στη Λατινική Αμερική. Πρόκειται για ριζική αλλαγή του αγροτικού τρόπου παραγωγής με βάση την τοπική καλλιέργεια για τις τοπικές πρωτίστως και κατόπιν τις εθνικές ποιοτικές διατροφικές ανάγκες (αυτάρκεια) και όχι τις «υποεργολαβικές» καλλιέργειες.

 

Στην ουσία δηλαδή θα πρόκειται για καλλιέργειες που δεν είναι υποεργολαβικές ούτε θα ενστερνίζονται τα κριτήρια της αποδοτικότητας-μεγέθυνσης και της μεγιστοποίησης του κέρδους, όπως οι μεγάλες αγροβιομηχανίες του Βορρά.

 

Η νέα αγρο-οικο-λο-νομία συλλαμβάνεται συστημικά και ολιστικά όχι μόνο στην οικολογική της (και όχι απλώς πράσινη) διάσταση αλλά και στην κοινωνικο-οικονομική, πολιτιστική και διατροφική διάστασή της – διατροφικές ανάγκες. «Καλλιεργείται» στον αντίποδα της ανεξέλεγκτης, παραγωγιστικής συγκεντρωτικής αγροβιομηχανικής, όπως προείπαμε, αλλά και νεοφεουδαρχικής γεωργίας, όπως και της κατ’ ευφημισμόν «Κοινής» Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της Ε.Ε. όπου κυριαρχούν τα γαλλο-γερμανικά και ολλανδικά αγροβιομηχανικά συμφέροντα, υποστηριζόμενα από τα κράτη τους και τα λόμπι τους.

 

Ας σημειωθεί ότι κατά την περίοδο 2021-2027 η δομή της και η λογική της –επιδοτήσεις κ.λπ.–, παρ’ όλη την Πράσινη Συμφωνία του 2019 και τη στρατηγική «από το αγρόκτημα στο πιάτο» για την αντιμετώπιση της κλιματικής υπερθέρμανσης και της μείωσης της βιοποικιλότητας, παραμένει όπως και προηγούμενα αγροβιομηχανική και παραγωγιστική, ακόμα κι αν ψηφιοποιείται ή γίνεται «γεωργία ακριβείας» με τη χρήση δεδομένων, και αυτοματοποιημένη.

 

Στον αγροτικό τομέα και στην αγροδιατροφή η Πράσινη Συμφωνία φαίνεται λοιπόν να συνιστά ακόμα ένα πεδίο greenwashing –και νεοφιλελεύθερο άλλοθι–, με τα κράτη, τις αγροβιομηχανίες και τα λόμπι τους σε αγαστή συνέργεια.

 

H αγροοικολογία, η οποία απηχεί και την προσέγγιση του κινήματος της ολιγοεπάρκειας, μπορεί να αναπτυχθεί ως «κοινή» μέσω αναδιανομής των γαιών σε μικρά τμήματα, επανατοπικοποίησης της παραγωγής που προείπαμε, καθώς και με την οργάνωση της διανομής μέσω μικρών και απ’ ευθείας συστημάτων-δικτύων (π.χ. τις γαλλικές αγροτικές/καταναλωτικές ενώσεις ΑΜΑP).

 

Παράλληλα όμως θα απαιτηθεί και θα διεκδικηθεί (όχι εύκολα), ανάμεσα και σε άλλα, η ακύρωση αφενός των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (πατέντες) επί του ζώντος και κυρίως η ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στις φυτικές ποικιλίες (σπόρους) και αφετέρου των καταστροφικών ανισομερών πολιτικών/συμφωνιών της (φιλ)ελεύθερης ανταλλαγής (βλ. π.χ. σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου-ΠΟΕ).

 

Τέτοιου είδους εναλλακτικά και ήδη υπαρκτά αλλά μειοψηφικά κινήματα σχετικά με την παραγωγή και διανομή αγροτικών τροφίμων αποκτούν όλο και μεγαλύτερη απήχηση όχι μόνο στους αγρότες αλλά και στους «στρατευμένους» καταναλωτές.

 

Απόδειξη των παραπάνω αναφερομένων είναι η οικειοποίηση από τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις του μεγα-συστήματος (αλλά και τους Διεθνείς Οικονομικούς Οργανισμούς) ώστε να ενσωματώσουν μέρος αυτών των κινημάτων. Τούτο κυρίως μέσω της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και της προώθησης ατομικών φιλοπεριβαλλοντικών και φιλο-υγιεινιστικών «υπεύθυνων» χειρονομιών. Χειρονομιών οι οποίες συναθροιζόμενες δεν οδηγούν («πλάνη της άθροισης»), τουλάχιστον μόνες τους και διάσπαρτα, σε συνολική και δομική αλλαγή, όπως απαιτεί η πολιτική οικολογία ως πρόταγμα, σε αντίθεση με την απλή πράσινη μεγέθυνση.

 

 

* Ομ. καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πατρών

 

www.efsyn.gr

Διαβάστε Επίσης

πατήστε & διαβάστε το 19ο τεύχος
Δείτε το κανάλι μας...