Το σοκ από την άνοδο στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων και των καυσίμων, που συνδέεται με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2024, προειδοποιεί η Παγκόσμια Τράπεζα στην τελευταία έκθεσή της για τις προοπτικές της αγοράς εμπορευμάτων.
Στην πρώτη συνολική ανάλυσή της για τον αντίκτυπο του πολέμου στις αγορές εμπορευμάτων, η Παγκόσμια Τράπεζα, που παρέχει δάνεια και επιχορηγήσεις σε χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, ανέφερε πως ο κόσμος αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο σοκ στις αγορές εμπορευμάτων από τη δεκαετία του 1970.
Επιδεινώνεται, σημειώνει, από τους περιορισμούς στο εμπόριο τροφίμων, καυσίμων και λιπασμάτων που επιτείνουν τις ήδη αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις σε όλον τον κόσμο.
Ως αποτέλεσμα, η Παγκόσμια Τράπεζα αναμένει πως οι τιμές της ενέργειας θα αυξηθούν πάνω από 50% το 2022 προτού μετριαστούν το 2023 και 2024, ενώ οι τιμές μη ενεργειακών εμπορευμάτων, περιλαμβανομένων εκείνων της γεωργίας και των μετάλλων, θα αυξηθούν σχεδόν 20% το 2022 προτού αρχίσουν να μειώνονται.
Σύμφωνα με την έκθεση οι τιμές των εμπορευμάτων θα υποχωρήσουν ελαφρά μόνο, και θα παραμείνουν πολύ πάνω από τον πλέον πρόσφατο μέσο όρο πέντε ετών μεσοπρόθεσμα.
«Σε περίπτωση παρατεταμένου πολέμου, ή επιπρόσθετων (δυτικών) κυρώσεων στη Ρωσία, οι τιμές θα μπορούσαν να είναι ακόμη υψηλότερες και πιο ασταθείς απ’ ό,τι προβλέπεται τώρα».
Σχετικά με την απόκριση της πολιτικής στην κρίση, η Παγκόσμια Τράπεζα ξεχωρίζει τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τις επιδοτήσεις που, όπως αναφέρει, τείνουν να επιτείνουν τις ελλείψεις στην προσφορά και τις αυξήσεις των τιμών, καλώντας αντ’ αυτού για προγράμματα σχολικών γευμάτων, καθώς και μεταβιβάσεις μετρητών και προγράμματα δημόσιας απασχόλησης για ευάλωτες ομάδες.
«Οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να εκμεταλλευθούν κάθε ευκαιρία προκειμένου να αυξήσουν την οικονομική μεγέθυνση στη χώρα τους και να αποφύγουν ενέργειες που πλήττουν την παγκόσμια οικονομία», δήλωσε ο Ίντερμιτ Τζιλ, αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Δίκαιη Ανάπτυξη, τον Χρηματοπιστωτικό Τομέα και τους Θεσμούς.
Σημειώνεαι ότι η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου και λιπασμάτων στον κόσμο, και ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου και μαζί με την Ουκρανία, αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τρίτο των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, το 19% των εξαγωγών καλαμποκιού και στο 80% των εξαγωγών ηλιελαίου.